Ο αγγελος μου

1.6K 90 20
                                    

Είχε μέρες να κοιμηθεί . Μαύροι κύκλοι είχαν σχηματιστεί κάτω από τα γοητευτικά μάτια του κάνοντας τα να φαντάζουν πιο κουρασμένα, πιο γερασμένα και πιο αδύναμα από ποτε . Αγνοώντας τα γεγονότα που έτρεχαν γύρω του είχε κλειστεί στο δικό του ψεύτικο ο κόσμο .εναν κόσμο που στοιχιωνε η παρουσία της . Κάθε φορά που προσπαθούσε να κλείσει τα βλέφαρα του , αντίκρυσε τα μάτια της και πονούσε , πονούσε π ου δεν μπορούσε να την σώσει .
Το ποτήρι με την βότκα στο χέρι του είχε γίνει ο καινούργιος του φίλος , ένας σιωπηλός σύντροφος που άκουγε τα γιατί του , που καταλάβαινε την αγωνία του.  Που του παρείχε μια θανατηφόρα Μα αναγκαία παρηγοριά .
Μέρες αδιάφορες , περιαστικές . Μέρες που δεν είδε το φως του ηλίου γιατί είχε κρυφτεί μέσα σε εκείνη . Μέρες κρύες , επώδυνες που του κατέστρεφαν την καρδιά . Μέρες ου πέρασαν έτσι δίχως να περάσουν από την αντίληψη του γιατί το φως του , ο δικός του Άγγελος δεν ήταν εκεί .
Χαμόγελα ψεύτικα , ειρωνικά , που εσταζαν δηλητήριο . Χαμόγελα ψεύτικα , που χάριζε απλόχερα γιατί δεν του κόστιζαν κάτι . Χαμόγελα που ξε γελούσαν τους άλλους, που έπαιζαν παιχνίδια στους ανυποψίαστους αγνώστους  , που έκρυβαν τα πραγματικά του αισθήματα .
Λόγια σκληρά , πικρόχολα , γεμάτα θυμό και απόγνωση , που αντικατοπτρίζαν τον εσωτερικό του κόσμο , που δήλωναν έναν άνθρωπο πληγωμένο , χαμένο στην προσωπική του άβυσσο , στον δικό του εφιάλτη . Λόγια που σκορπούσε σε άλλους δίχως να σκεφτεί , ίσως γιατί δεν είχε τη δύναμη , ίσως γιατί εκείνη δεν ήταν καλά .
Βλέμματα γεμάτα απέχθεια γεμάτα φθόνο . Μια ζήλεια πρωτόγνωρη προς κάθε ευτυχία άλλου ανθρώπου . Μαι ζήλεια που τον έκανε να σιχαθεί τον εαυτό του , που τον εγκλώβισε μέσα στο σπίτι του γιατί δεν άντεχε . Δεν άντεχε να περιστιχιζεται από μια ευτυχία ανεξήγητη , πτι εκείνος δνε ήθελε να υπάρχει . Δεν  άντεχε να τους βλέπει να γιορτάζουν, να πίνουν , να τρώνε , να γελάνε ενώ η δίκη του πριγκίπισσα υπέφερε κάπου μακρυά , κάπου που εκείνος δεν μπορούσε , να την δει , δεν μπορούσε να την αγγίξει .
Νύχτες νοχελικες , πικραμένες , βυθισμένες στο σκοτάδι . Νύχτες που έκαναν τον πόνο του χειρότερο που τον έκαναν να μισεί την ζωή .
Βραδιά δίχως ξημέρωμα , χωρίς την λάμψη των ματιών της .Βραδια μακρυά της ταπεινά , που ήθελαν να φωνάξουν να του πουν κάτι, κι όμως διλιαζαν . Γιατί τι μπορούσαν να πουν σε κάποιον που έχει χάσει τα πάντα ;
Τι πραγματικά μπορεί να απαλύνει την ψυχή του ; τον εσωτερικό του πόνο; Εκείνη την φωτιά που δεν λέει να σβήσει ;
Θύμωνε εύκολα τις τελευταίες μέρες . Ξεσπούσε σε αντικείμενα άψυχα , που δεν μπορούσαν να αντιδράσουν , που δνε καταγιαλαζαν την οργή του , που δεν τον σταματούσαν , που δεν έκαναν τίποτα , μόνο έσπαζαν σε χιλιάδες κομμάτια που κοσμούσαν το κρύο , άψυχο κι εκείνο πάτωμα .
Μικροσκοπικά θρύψαλα ,σαν τα κομμάτια της καρδιάς του, ένα τεράστιο κενό που γέμιζε με αέρα και τίποτα άλλο .
Άνθρωποι αδιάφοροι που στέκονταν δίπλα του . Άνθρωποι κε λόγια παρηγοριάς ψεύτικα , καταθλιπτικά . Λόγια υποκρισίας ,ψεύτικης λύπης ,που υποδήλωναν ειρωνία .

Χτισμένη στο ψέμα {TYS17}Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt