Ξύπνησε με περισια διάθεση και σχεδόν πετάχτηκε όρθια από το κρεβάτι της . δεν παρατήρησε την απουσία του Stephan από το κρεβάτι , παρα μόνο όταν πλέον είχε ντυθεί . Ανασηκωσε τα φρύδια της παραξενεμενη και έπιασε τα μαλλιά της ένα γερό κότσο πριν μπει μέσα στο μπάνιο για ένα ανανεωτικό ντουζ . Το κρύο νερό που έρχονταν σε επαφή με το λείο δέρμα της έκανε τις τρίχες των χεριών της να ανασηκωθουν ελαφρώς . Έκλεισα τα μάτια για να απολαύσει τις μυρωδιές από το αφρόλουτρο που είχαν κατακλύσει τα ρουθούνια της . Βγαίνοντας προς τα έξω με τυλιγμένη την πετσέτα γύρω από το σώμα της κατευθηνθηκε προς την ντουλάπα και άρχισε να ψάχνει το αγαπημένο της τζιν .
Δυο γεροδεμένα χέρια τυλίχθηκαν γύρω από την μέση της κάνοντας την να πεταχτεί από την θέση της . Το κεφάλι του Stephan χώθηκε στο λαιμο την χαρίζοντας της μικρά φιλία κατά μήκος του .
"Σε τρόμαξα μωρό μου ;"
Της ψιθύρισε αισθησιακά στα χείλη κάνοντας την να ανατριχιάσει ολόκληρη .
Αρκέστηκε στο να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της καθώς εκείνος είχε προχώρησε προς τον ώμο της , αφαιρώντας την πετσέτα από πάνω της και γυρίζοντας την προς το μέρος του. Τα μάτια του την είχαν καρφώσει με το φλογερό τους ύφος ,. Κατάπιε με δυσκολία και τον κοίταξε και εκείνη . Τον ήθελε , όμως θα αργούσε πολύ άμα καθόταν στο κρεβάτι μαζί του . Έκανε μερικ βήματα μακριά του πιάνοντας τα εσώρουχα της . Ο Stephan έμεινε να την παρακολουθεί καθώς ντύνονταν με ένα βλέμμα απογοήτευσης .
"Έχεις να φύγεις πάλι ;"
"Είναι μόνο δυο μέρες πει από το γάμο , και είμαι η κουμπαρά μην ξεχνάς ."
"Θα νομίζω πως με παραμέλεις στο τέλος ."
"Μην παραπονιέσαι σου υπόσχομαι πως το βράδυ θα είμαι όλη δίκη σου "
"Θα προσπαθήσω να περιμένω μέχρι τότε "
"Δεν έχεις και άλλη επιλογή μωρό μου " του έδωσε ένα πεταχτό φίλη πριν βγει από το διαμέρισμα . Βγαίνοντας έξω από την πολυκατοικία αναγκάστηκε να φορέσει τα γυαλιά της . Ο ήλιος ήταν εκτυφλωτικος και ένα αίσθημα ζεστασιάς της τύλιξε καθώς π καιρός της θύμιζε την πατρίδα της , μια πατρίδας ου της είχε πάρει τα πάντα .
Περπάτησε μέχρι την συνηθισμένη καφετέρια και χαιρέτησε ευγενικά την σερβιτόρα που την καλωσόρισε με ένα λαμπερό χαμόγελο . Παρήγγειλε ένα δυνατό καφέ και αφωσιωθηκε στο κινητό της περιμένοντας την Caroline να φανεί .
Σε 4 μέρες μετακόμιζε στην νέα Υόρκη , με μια νέα ζωή να την περιμένει . Γνώριζε πως έπρεπε να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα . Ηταν ο καιρός να μιλήσει , να εξομολογηθεί στην φίλη της όλα αυτά που δεν έλεγε σε κανέναν για χρόνια . Είχε έρθει η στιγμή να ανακαλέσει στην μνήμη της τον θάνατο των γονιών της και του αδερφού της . Αυτός ηταν αλλωςτε ο λόγος που είχε καλέσει την Carol σήμερα . Αναγκάστηκε να πει ένα μικρό ψεμμα στον Stephan όμως δεν είχε άλλη επιλογή . Ήθελε να φύγει έχοντας πει τα πάντα στην Carol.
40 λεπτά αργότερα η φίλη της έμπαινε χαμογελαστή στην καφετέρια .
"Καλημέρα Νόελ "
"Καλημέρα κι σε εσένα . "
"Άργησα ;"
"Λίγο δεν πειράζει "
"Γιατί με κάλεσες σήμερα εδώ ; ξέρεις ότι το βράδυ είναι το μπατσελορ . "
"Ναι το γνωρίζω ... απλά θέλω να σου μιλήσω ... για κάτι σοβαρό ... "
"Νοελια με τρομάζεις "
"Σε ξέρω τόσα χρόνια ... κι όμως δεν σου έχω πει τίποτα για την οικογένεια μου . Αν δεν είχε γίνει το ατύχημα πιθανώς να νόμιζες πως οι γονείς μου ακόμα ζουν . "
"Νοελια δεν σε έχω πιέσει ποτε . Καταλαβαίνω πως ίσως να σου είναι δύσκολο να μιλήσεις . "
"Θέλω να σου πω τα πάντα ... ξέρεις πριν φύγω για την Αμερική . "
"Νοελια πραγματικά δεν χρειάζεται ... "
"Όχι Carol κάποιος πρέπει να ξέρει το έχει πραγματικά συμβεί όλα εκείνα τα χρόνια ποτό τόσο αίθουσα να κρύψω . "
Η Caroline δεν μιλούσε την κοίταζε με προσοχή , δίνοντας της το έναυσμα για να μιλήσει .
"Όλα άρχισαν όταν ήμουν 7 ..."
Flashback
Κάθονταν στο δωμάτιο της ανυπόμονη , μέχρι η μητέρα της να φανεί στην πόρτα για να της ανακοίνωσει πως φεύγουν . Ήταν τα γενέθλια του μεγάλου τους αδερφού και όπως κάθε χρόνο τα γιόρταζαν στο αγαπημένο τους εστιατόριο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης . Έμεναν σε μια μικρή κωμόπολη έξω από τη πόλη . Η μικρή νοελια λάτρευε το σπίτι τους με τον μεγάλο και πάντοτε ανθισμένο κήπο τους . Ο πατέρας της ένας γσυχος και δουλευταράς άνθρωπος , λάτρευε εκείνη και την μητέρα της και κάθε μέρα περνουσε ώρες στην δουλειά του για να τους παρέχει τα πάντα . Νοελια τον θαύμαζε , θαύμαζε ωστόσο και την μητέρα της που ενώ αντιμετώπιζε μια επικίνδυνη ασθένεια ήταν πάντα πρόθυμη να κάνει ότι χρειάζονταν το σπίτι και το πρόσωπο της φωτιζοτναν από ένα αστραφτερό χαμόγελο .
Η ξύλινη πόρτα του δωματίου της χτύπησε λεαφρωα και η μητέρα της είχε κάνει την εμφάνιση της .
"Νοελια καρδιά μου είσαι έτοιμη ; "
Το μικρό κορίτσι κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και έτρεξε προς τα έξω για να μπει στο αμάξι . Ο αδερφός της και ο πατέρας της ήταν ήδη μέσα και την χαιρέτησαν αγκαλιάζοντας θα σφιχτά . Είχε αρχίσει να νυχτώνει , πολλοί θα φοβούνταν να διασχίσουν τον χωματόδρομο που ένωνε την κωμόπολη με την Θεσσαλονίκη , όμως η νοελια είχε τυφλή εμπιστοσύνη στον πατέρα της. Ήταν εξαιρετικός οδηγός , πάντα πολύ προσεκτικός και τηρούσε όλα τα σήματα . Εξάλλου ο δρόμος ήταν έρημος τέτοιες ώρες τι μπορούσε να πάει στραβά ; είχε γυρίσει το κεφαλάκι της για να μπορεί να βλέπει έξω από το παραθυρο . Με τα λεπτά της χέρια έπαιζε με την άκρη του λευκού της φορέματος . Δίπλα της ο αδερφός της μιλούσε στο τηλέφωνο με τους φίλους του ενώ οι γονείς της συζητούσαν ευθημα στα μπροστινά καθίσματα . Όλα έδειχναν να πηγαίνουν ανέλπιστα καλά και αυτό χαροποιούσε την νοελια που ανυπομονούσε να φτάσουν . Είχε μάθει να μετράει με το ρολόι την ωρα που τους επερνε για να φτάσουν στην Θεσσαλονίκη . Λίγα λεπτά είχαν μείνει .
Από το αντίθετο ρεύμα πλησίαζε ένα αμάξι που έτρεχε ιλιγγιωδώς , θυμάται τον πατέρα της να κάνει ελιγμούς προσπαθώντας να το αποφύγει , θυμάται το ανήσυχο βλέμμα της μητέρας της που είχε γυρίσει πίσω προσπαθώντας βα καθησυχάσει τηβ ίδια και τον αδερφό της . Και στην συνέχεια , έγινε εκείνο που άλλαξε όλη της την ζωή . Το αμάξι καρφώθηκε με δύναμη πάνω στο δικό τους κάνοντας το να αναποδογυρίσει αρκετές φορές μέχρι να σταματήσει θρυμματισμένο στην άκρη του δρόμου. Το επόμενο πράγμα που θυμόταν η νοελια είναι κάποιους να την απομακρύνουν απο το αμάξι και να την ρωτάνε αν νιώθει καλά . Εκείνη ενευσε καταφατικά παρα τον οξύ πόνο που ένιωθε στο χέρι της . Με τα πράσινα μάτια της προσπαθούσε να δει γύρω της .
"Που είναι οι γονείς μου ; ο αδερφός μου ;" ρώτησε τελικά την κυρία που στέκονταν μπροστά της .
"Είναι καλά πηγαίνουν στο νοσοκομείο ... όπως θα πας κι εσυ .."
Το τραύμα στο χέρι της δεν ήταν σοβαρό , μια απλή θλάση . Την είχαν αφήσει να σηκωθεί ήδη από την δεύτερη κιόλας μέρα . Παράλληλα προσπάθησαν με έμμεσο τρόπο να της εξηγήσουν ότι η κατάσταση της οικογένειας της ηταβ αρκετά κρίσιμη . Η ίδια το είχε καταλάβει αλλά προσπαθούσε να φανεί ήρεμη και αισιόδοξη . Βαθιά μέσα της ήταν σίγουρη πως οι γονείς της δεν θα την άφηναν έτσι . Δεν ήξερε αν έπρεπε να ειδοποιήσει κάποιον συγγενή , αλλά και να το έκανε δεν θα της έδιναν σημασία σκέφτονταν καθώς περίμενε στο θάλαμο της εντατικής .
Το πρώτο θλιβερό νέο ήρθε την 4η μέρα παραμονής της εκεί . Οι γιατροί με σοβαρό ύφος αλλά και μια θλίψη στα μάτια τους της ανακοίνωσαν πω ο αδερφός της και ο πατέρας της δεν τα κατάφεραν. Στη Βαρδή δεν γνώριζε τι σημαίνει αυτό , πίστευε απλώς πως δεν κατάφεραν να ξυπνήσουν ακόμα , έτσι το αντιμετώπισε ψύχραιμα . Όταν όμως δυο μέρες αργότερα της ανακοινώθηκε το ίδιο πράγμα για την μητέρα της , κατάλαβε πως όλη της η ζωή είχε καταστραφεί . Δεν μπόρεσε όμως να κλάψει , είχε στερέψει κάθε δάκρυ της . Κοιτούσε με απαθια τον γιατρό που στέκονταν μπροστά της και απλά ενευσε καταφατικά . Η κηδεία είχε πραγματοποιηθεί δυο μέρες αργότερα με την ίδια να είναι παρόν , ωστόσο ούτε τότε μπορούσε να κλάψει . Ξέσπασε όμως λίγες ώρες αργότερα όταν όλοι τους οι συγγενείς της είπαν πως δεν μπροουσε να μείνει με κανέναν απ ο αυτούς . Ηταβ πολύ βάρος έλεγαν , πολύ μεγάλος μπελάς . Και τότε ήταν που η ίδια έκλαψε , θρήνησε και ούρλιαξε για την χαμένη της ζωή , για τον άδικο θάνατο της οικογένειας της . Και τότε ήταν που το πραγματικό της βάσανο άρχισε . Ήταν μόλις λίγες μέρες αργότερα , έμενε ακόμα στο νοσοκομείο αφού είχε την δικαιολογία του χεριού . Ήρθαν κάποιοι από ένα ίδρυμα στην Θεσσαλονίκη , και την πήραν εκεί . χωρίς να την ρωτήσουν άμα ήθελε να πάει , χωρίς καν να της μιλήσουν . Το κλίμα στο ίδρυμα ήταν βαρύ και ασήκωτο για την ίδια . Χρειαζόταν ηρεμία και εκεί μέσα μόνο αυτό δεν μπορούσε να βρει . Είχε χάσει τα πάντα και μέσα της είχε πεθάνει , και ας ανέπνεε ακόμα . Με κανένα από τα παιδιά δεν ταίριαξε , άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της και τότε ήταν που άρχισαν οι πρώτες συνεδρίες με παιδοψυχολόγο . Όσο και να την παρακαλούσαν όμως να μιλήσει η Νοελια δεν έβγαζε λέξη , παρέμενε σιωπηλή και ανέμενε με μεγάλη προσμονή ποτε θα τελείωνε αυτό το βασανιστήριο .
Στα 15 της πλέον η κατάσταση δεν είχε αλλάξει , αν και πλέον δεν ήταν τελείως μόνη , είχε γνωρίσει την Ιωάννα ένα κορίτσι στην ηλικία της που ήρθε στο ίδρυμα δυο χρόνια μετά από τηβ ίδια , τα δυο κορίτσια είχαν χάσει τα πάντα και μοιράζονταν τον ίδιο πόνο .
Ελπίδα στην ζωή της έδωσε η εμφάνιση του Μάρκου , ενός ψηλού γεροδεμένου εφήβου που ήρθε στο ίδρυμα στα μέσα του Νοεμβρίου . Στην αρχή η νοελια τον αγνοούσε όπως κάνανε και με τα περισσότερα παιδιά ωστόσο όταν εκείνος άρχισε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του προς την ίδια , δεν μπόρεσε να μείνει ασυγκίνητη . Είχαν περάσει μαζί όμορφες στιγμές , αφού ήταν 2 χρόνια μεγαλύτερος της μπορούσε να βγαίνει έξω και την επερνε μαζί του . Όλα πήγαιναν υπέροχα , η νοελια είχε ξαναβρεί το χαμόγελο της , μέχρι και στις συνεδρίες τα πήγαινε καλύτερα , όλα αυτά μέχρι εκείνη την καταραμένη νύχτα που τηβ σημάδεψε για πάντα .
Ήταν τα γενέθλια του Μάρκου θα ενηλικιώνονταν σήμερα και είχαν βγει έξω το βράδυ . Είχαν πάει σε ένα απο τα πιο φημισμένα μπαρ της Θεσσαλονίκης . Το ποτό ερεε αυθονο και η μουσική ήταν αρκετά έντονη . Και η ίδια είχε πιει πολύ , ένιωθε να ζαλίζεται Μα δεν σταματούσε , ήθελε να ξεχάσει τα πάντα από την παιδική της ηλικία και είχε ακούσει πως το ποτό βοηθούσε . Έτσι κι αυτή έπινε, το ένα πόρο μετά το άλλο . Δεν κατάλαβε καν πως ο Μάρκος την είχε οδηγήσει στις τουαλέτες μαζί με τους φίλους του και άρχισαν να την γδύνουν παινονατς χυδαία το σώμα της . Τότε είχε ξυπνήσει από τον λήθαργο της , πάλεψε προσπάθησε να αντισταθεί μα ηταβ τελείως μάταιο , εκείνη η νύχτα έγινε η προσωπική της κόλαση , μετατράπηκε σε εφιάλτες ου την βασάνιζαν για χρόνια έπειτα . Τότε ήταν που της χορηγήθηκαν και φάρμακα για την κατάθλιψη , ποτε δεν τα επερνε , προσποιούνταν . έβλεπε μόνο την Ιωάννα και είχε πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα . Είχε βάλει στόχο της ζωής της να φύγει από το ίδρυμα και από τηβ Θεσσαλονίκη γενικότερα . Και τα κατάφερε στα 18 της είχε καταφέρει βα περάσει στην ιατρική της Αθήνας και παοχαιρετησα μαζί με την φίλη της εκείνο το θλιβερό μέρος . Στην σχολή τα πάντα πήγαιναν υπέροχα , είχα ξαναβρεί την ηρεμία της , αφωσιομενη στα μαθήματα της χωρίς να στερείτε ωστόσο τις μικρές απολαύσεις . Αναγκαζόταν να δουλειές σε δυο μέρη και παράλληλα βα διαβάζει για να ξεπληρώσει δα χρέη των γονιών της Καθ να συνεχίσει να ζει .End of flashback
Η νοελια κοιτούσε τηβ Carol με δάκρυα στα μάτια . Η άλλη κοπέλα είχε μείνει άναυδη με όσα είχα περάσει η φίλη της . Δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα άλλο παρα να την αγκαλιάσει και βα την αφήσει να ξεσπάσει στην αγκαλιά της . Είχαν περάσει και οι δυο την προσωπική τους κόλαση και αυτό ήταν κάτι που θα τις ένωνε για πάντα . Πλέον μπορούσε να καταλάβει γιατί όλη αυτή η ψυχρότητα της βοελιας , μπορούσε να καταλάβει γιατί φοβούνταν να αγαπήσει , να γελάσει , να περάσει καλά .
Φοβόταν μήπως άμα ήταν ευτυχισμένη όλα θα ξανά καταστρεφόταν ...
ESTÁS LEYENDO
Χτισμένη στο ψέμα {TYS17}
RomanceΗ Νοελια απο τότε που ήταν μικρό κορίτσι ονειρεύοταν να περάσει στη σχολή που ήθελε και να φύγει απο το απεχθές ορφανοτροφίο στο οποίο μεγάλωνε μετά το θάνατο της μητέρας της. Οταν πλέον τα καταφέρνει οι ελπίδες τηε αναπτερόνονται και το μέλλον της...