Τα μάτια της , θολά από τη κούραση και από το κλάμα κοίταζαν τους μουχλιασμένου τοίχους . Ένα βλέμμα κενό , δίχως συναίσθημα ,δίχως πνοή , δίχως αιτία Μα με πολλά ερωτήματα . Ανάμεσα του το γιατί ,το πρέπει και ένα κενό , ένα κενό που μεγάλωνε μέσα της όσο παιρνουσαν οι μέρες .η αρχή ήταν δυσκολότερη . Είχε πονέσει μόνο τη πρώτη φορά , με τον καιρό είχε συνηθίσει τον σωματικό πόνο. Τον αντιμετώπιζε σαν κάτι το φυσιολογικό ,δεν κάτι που έπρεπε να γίνεται , μια συνήθεια που έπρεπε να υπομείνει .
Τώρα είχε μείνει μόνο ο εσωτερικός πονος, ένας πόνος από εκείνους που είναι δύσκολο να γιατρευτούν , από εκείνους που με κόπο μόνο περνούσαν . Ένας πόνος που μόνο έναν άκαρδο άνθρωπο δρν θα επιρρεαζε , ένας πόνος που νόμιζε πως θα την σκότωνε .
Ακόμα κι όταν την βασάνιζαν με χιλιάδες τρόπους, ακόμα και όταν ένιωθε το αίμα της να κυλά στο σώμα της , ακόμα και όταν πόνοι τρυπούσαν κάθε εκατοστό του σώματος της κόβοντας της την αναπνοή , η σκέψη της ήταν πάντα σε εκείνον. Στα δυο γαλανά μάτια του που την γαληνεύαν , που την κοιτούσαν πονεμένα και βουρκωμένα . Νοιάζονταν για τον δικό του πόνο και αδιαφορούσε για τον δικό της . Ήταν η πρωτερεωτητα της . Κάθε βράδυ που τα μάτια της κλειναν κουρασμένα απ την εξάντληση , και κάθε νύχτα που έμεναν ξάγρυπνη κοιτώντας τα αστέρια ,δίχως να γνωρίζει αν θα τα ξαναεβλεπε ποτε , προσευχόταν για την δίκη του ευτυχία . Εγκλιπαρουσε θεούς και δεμένο σε να τον απαλλάξουν από κάθε πόνο , κ ίσα σκότωναν την ίδια .
Προσεύχονταν γι αυτά δίχως να γνωρίζει πως εκείνος θα είχε πεθάνει αν της συνέβαινε κάτι .
Αντιμετωπίζοντας την χυδαιότητα των αντρών με τους οποίους ερχόταν σε επαφή καθημερινά, επιδείκνυε μια πυγμή που δεν είχε ξανασυναντήσει ποτε στη ζωή της , μια πυγμή που παραξενεύε εκτός από όλους γύρω της και τη ίδια .
Ο καθένας θα έλεγε πως π άνθρωπος αντέχει λίγες μέρες δίχως φαγητό και μονάχα κάποιες ώρες δίχως νερό πριν αφήσει τηβ τελευταία του πνοή .
Εκείνη ήταν το ζωντανό πραδειγμα που έβγαζε αυτή τη θεωρία ψεύδη . Ούτε η ίδια δεν θυμόταν ποτε ήταν η τελευταία φορά ου τα χείλη της είχαν βραχεί από τις σταγόνες δροσερού νερού ή ποτε το στομάχι της είχε γευτεί κάτι με την υπόσταση της ανθρώπινης τροφής . Κάλυπτε τις ανάγκες της με το δικό της αίμα , καταπίνοντας τις τεράστιες ποσότητες που άθελα τους έπεφταν μέσα στο στομα της και ένιωθε ευγνώμων που είχε έστω κι αυτό .
Ο χρόνος ερρε σε μια άλλη διάσταση , πιο αργά πιο επώδυνα για να την βασανίσει κι άλλο , πιο πολύ , λες και τα βασανιστήρια από εκείνους τους άντρες , άντρες δίχως τιμή , δίχως σεβασμό , ποτισμένοι με ότι κακό έχει βγάλει εκείνος ο πλανήτης , λες και όλα αυτά δνε ήταν αρκετά για να τη λιώσουν , για να την κάνουν κομμάτια και να τη αφήσουν ένα σώμα δίχως ψυχή .
Ακόμα και ο ίδιος ο διαβολος θα πίστευε κανείς ως θα την είχε λυπηθεί , πως δνε θα της είχε κάνει τόσο μεγλαο κακό .
Όσα είχε περάσει μέσα σε εκείνο το απόμερο σπίτι στην μέση του αγνώστου δάσους , είχαν αφήσει το σημάδι τους πάνω στο απαλό της δέρμα . Γρατζουνιές , γδαρσίματα , πληγές απ ίδια οποίες είχε τρεξει ποτάμι αίματος , καψίματα . Τόσα πολλά που θα έπρεπε να είχε ήδη πεθάνει .
Εκείνη όμως είχε αντέξει κάθε κακουχία , είχε δακρύσει ελάχιστα , δεν είχε φωνάξει ούτε μαι φορά . Μόνο υπέμενε καρτερικά, άντεχε ότι και να της έκαναν λες και όλα ήταν ένα κακό όνειρο και μόλις ξυπνούσε θα είχαν τελειώσει και θα βρίσκονταν στη αγκαλιά εκείνου , του φύλακα της . Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους , με τα σώματα τους ιδρωμένα απ ο την σωματική επαφή να τους καίει αιώνια και να ενώνει τις ψυχές τους . Να σηκώνονται πάλι αγκαλιασμένοι , λες και δεν άντεχαν να ζήσουν χωριστά , λες και ο ένας έπαιρνε τον σφυγμό του άλλου για να ζήσει λες και μοιραζόταν το ίδιο οξυγόνο. Μια μικρή φυαλη που χρειαζόταν και οι δυο τους και μόνο άμα μενανε ενωμένοι θα θα ηταβ αρκετή .Όλα αυτά σκεφτόταν και έκανε υπομονή . Το ήξερε πως θα ερχόταν για εκείνη , υα ερχόταν για να την σώσει . Γιατί ήταν ο φύλακας της και εκείνη ο Άγγελος του . Γιατί ήταν γραφτό να είναι μαζί , γιατί κανένας θεός δεν θα ήθελε να τους χωρίσει
Αυτά σκεφτόταν και ήλπιζε , σε ένα καλύτερο μέλλον ,σε μια πιο φωτεινή ζωή .
Σπάνια ,καιως έβλεπε το φεγγάρι και τον ήλιο χαμογελούσε , χαμογελούσε γιατί γνώριζε πως δνε είχε αργεί το τέλος , πως το αίμα έρρεε ακόμα στις φλέβες της , πως εκείνος θα έρθει .
Ούτε για μια στιγμή δεν έχασε την ελπίδα της , εκείνη που φούντωνε όλο και περισσότερο μέσα της .
Για ούτε μια στιγμή δεν κατέβασε το κεφάλι , δεν προσευχήθηκε για την δίκη της σωτηρία , μόνο για εκείνον . Γιατί γνώριζε , πως ένα εκείνος ήταν δυνατός , πως αν του έδινε έστω και από μακρυά κουράγιο , πως αν μπορούσε να περπατήσει , να σταθεί στά πόδια του , τότε θα σωζόταν κι εκείνη , γιατί τους ένωναν δεσμοί , σαν δεσμό αρχαίας προφητείας, γιατί ήξερε πως αυτό δεν μπορούσε να ήταν το τέλος τους , πως κανένας δεν θα το επέτρεπε .
Γι αυτό ήλπιζε και περίμενε , σιωπηλά μέσα στο μικρό κελί της , κοιτάζοντας κουρασμένα τους μουχλιασμένους τοίχους . Σιωπηλά σαν αριθμητής που επιζητούσε της απόλυτη ηρεμία .
Προσπαθούσε κι εκείνη να διατηρήσει την λογική της , να έχει δύναμη για να αντέχει κι εκείνος , να μην κλαίει για να μην κυλούν απ ΟΤΑ δικά του μάτια δάκρυα , να μην διχνει πόνο για να μην πονάει κ η εκείνος , να κλείνει τις πληγές της για να μην τις βρει εκείνος . Ανέπνεε για να αναπνέει κι εκείνος , σιωπούσε για να μπορεί να μιλάει αυτός , κοιμόταν για να το ξεκουράσει .
Ζούσε για να τον ενθαρρύνει , για να του πει υποσυνείδητα , αλλά και φια να αποδείξει ας όλους πως το τέλος δεν είχα έρθει . Πως πλέον ήταν ξεκάθαρο ότι εκείνος ήταν ο μόνος που με μια του λέξη , μια του κίνηση θα μπορούσε να την λυτρώσει ή να την σκοτώσει με τον πιο αισχρό και απάνθρωπο τρόπο .
Έπρεπε πλέον να δουν όλοι πως όσο το μυαλό και η καρδιά του φώναζε το όνομα της , πως όσο την άφηνε να χαθεί στις θάλασσες των ματιών του , πως όσο την αγκάλιαζε στα όνειρα της, κανένας δνε θα έβαζε τίτλους τέλους στην ζωή της . Όχι εάν δεν είχε καταφέρει να γευτεί το μεθυστικό του φιλί για κια τελευταία φορά , όχι ένα δεν φώναζε στον κόσμο ποσο πολύ τον εοχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή που την είχε βρέξει , εκεί στην Ελλάδα πριν από 10 χρόνια .
Σήκωσε το κεφάλι της ψηλά . Το φεγγάρι ολόγιομο είχε δώσει ζωή για ακόμα μια φορά στην νύχτα ."Να τον προσεχείς , είναι ο φύλακας μου " μουρμούρισε λες και του απιφθυνε τον λόγο καθώς η βαριά πόρτα άνοιγε για ακόμα μια φορά , προετοιμάζοντας την για το καινουριγο της μαρτύριο ...
YOU ARE READING
Χτισμένη στο ψέμα {TYS17}
RomanceΗ Νοελια απο τότε που ήταν μικρό κορίτσι ονειρεύοταν να περάσει στη σχολή που ήθελε και να φύγει απο το απεχθές ορφανοτροφίο στο οποίο μεγάλωνε μετά το θάνατο της μητέρας της. Οταν πλέον τα καταφέρνει οι ελπίδες τηε αναπτερόνονται και το μέλλον της...