14

2.2K 222 22
                                    

Αθήνα 2014

Ο Ρωμανός αναστέναξε στον ύπνο του ενοχλημένος από την ηχητική παρέμβαση που τον τάραζε, κι αντί να προσπαθήσει να την προσδιορίσει, άλλαξε πλευρό και συνέχισε να κοιμάται μακάρια σχεδόν. Μόνο που η παρέμβαση αυτή γινόταν όλο και πιο εμφατική, με αποτέλεσμα το όνειρο πάνω στο οποίο είχε εκείνος προσκολληθεί με νύχια και με δόντια, να κάνει φτερά και να επιστρέψει στους ονειρότοπους από τους οποίους τον είχε επισκεφθεί μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν στην πραγματικότητα.

Κι έτσι όσο κι αν δεν το ήθελε, το κατάλαβε πως ο ενοχλητικός αυτός ήχος δεν ήταν παρά το σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού του. Το ασύρματο βρισκόταν στο κομοδίνο πάνω ακριβώς από το κεφάλι του, κι έτσι μην έχοντας άλλη επιλογή, λίγο πριν συμπληρωθεί το όγδοο κουδούνισμα, άπλωσε στα τυφλά το χέρι του και το έπιασε.

-Παρακαλώ;

Η φωνή του που ήταν βραχνή από το βαθύ ύπνο, έκανε για μια στιγμή τη συνομιλήτρια του να ανατριχιάσει στην άλλη άκρη της γραμμής. Προσπέρασε όμως αυτή τη γλυκιά μα και πικρή συνάμα αίσθηση για να του απαντήσει μαζεύοντας όλο της το κουράγιο και την αποφασιστικότητα της.

-Καλημέρα, ρωμανέ, σε ξύπνησα, σωστά;

Μα βέβαια, τι περίμενε τέτοια ώρα;

-Καλημέρα, Καρολίνα, και βέβαια με ξύπνησες, είναι πολύ νωρίς.

Αλήθεια τι ώρα να ήταν;

Με το ελεύθερο χέρι του έπιασε το κινητό του και αφού ξεκλείδωσε την οθόνη έριξε μια ματιά στην ώρα κι απόρησε. Καθόλου νωρίς δεν ήταν στην πραγματικότητα.

-Νόμιζα πως θα είχες ξεκινήσει κιόλας για το ιατρείο σου.

-Θα έπρεπε, Καρολίνα, θα έπρεπε, μα κάτι μου έτυχε χθες κι άργησα πάρα πολύ να ξαπλώσω.

Έτριψε τα μάτια του και μετά σηκώθηκε, πετώντας από πάνω του το λεπτό του σκέπασμα.

-σοβαρά; Σαν τι; Μελετούσες;

Η φωνή της έτσι καυστική καθώς ήταν του θύμισε τα κατακόκκινα βαμμένα της νύχια που ήταν κι αυτά αιχμηρά κι επικίνδυνα. Για τίποτα στον κόσμο δε θα της έλεγε πως είχε περάσει ολόκληρο σχεδόν το περασμένο βράδυ παρέα με το αρχείο της Ναταλίας Ραζή.

-Αυτό είναι, νομίζω, δικό μου θέμα. Καλύτερα να μου πεις τι με θέλεις.

-Ναι βέβαια, δε χρειάζεται να οχυρώνεσαι, δε με απασχολεί στο ελάχιστο πως περνάς τα βράδια σου πλέον, πάει ο καιρός που ξεροστάλιαζα στην κουζίνα περιμένοντας σε να επιστρέψεις από το ιατρείο.

φωτιά κι ασήμιWhere stories live. Discover now