51

1.7K 199 19
                                    

Αθήνα 2014

Αμέσως μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, ο Ρωμανός σταυροκοπήθηκε κι εμφάνισε στην οθόνη του υπολογιστή του μια φωτογραφία της Ναταλίας. Ήταν πολύ πρόσφατη. Την είχε τραβήξει ο ίδιος στην παραλία μόλις δυο νύχτες πριν. Η Ναταλία χαμογελούσε και τον πείραζε για την ηλικία του όπως πάντα. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα αλλά η έκφραση της χαράς της τον τρέλαινε. Τη χάιδεψε με το δάχτυλο, λες και το κρύο γυαλί ήταν κομμάτι της ίδιας της της σάρκας.

«τι πήγες κι έκανες, ανόητη; Πώς μπόρεσες να αποφασίσεις τόσο επιπόλαια και για τους δυο»;

Αυτό που ήθελε όπως ήταν κατανοητό, ήταν να τα παρατήσει όλα και να τρέξει στη Θεσσαλονίκη χωρίς καθυστέρηση. Όμως δε θα ενεργούσε έτσι παρά τη μεγάλη του επιθυμία. Για κανέναν λόγο δε θα εξέθετε τη Ρουμπίνη. Βέβαια δεν ήταν μόνο αυτό, η Ναταλία τον είχε αφήσει, εκείνη έπρεπε να έρθει ξανά να τον βρει. Δεν της κρατούσε κακία κι ήταν ανακουφισμένος και χαρούμενος που το τοπίο είχε ξεκαθαρίσει τόσο αναπάντεχα, όμως δεν του άρεσε και η τόσο γρήγορη φυγή της. Η Ναταλία έπρεπε να πολεμήσει, να διεκδικήσει, να ζητήσει...

Πήρε πάντως πάλι το κινητό του και χαμογελώντας στραβά της έστειλε ένα φωνητικό μήνυμα. Η ανάγκη που ένιωθε να ακούσει τη φωνή της ήταν ακατανίκητη. Είχε πάντως προσπαθήσει να κρατήσει τη δική του αυταρχική και κάπως ουδέτερη:

«Ναταλία καλημέρα, επειδή ρώτησες πολλές φορές χθες αποφάσισα να σε απαλλάξω από την απορία σου λέγοντας σου πως το παιδί ξύπνησε καλύτερα, πράγμα που ελπίζω να ισχύει και για εσένα».

Της έστειλε το μήνυμα και μετά πήγε κι άνοιξε το χρηματοκιβώτιο του γραφείου. Είχε για μια ακόμη φορά αλλάξει τον κωδικό έτσι μανιώδης και υπερβολικός καθώς ήταν με τα θέματα ασφαλείας.

Έψαξε για λίγο το περιεχόμενο του, και τελικά ακόμη πιο ήρεμος από πριν, έβγαλε από μέσα ένα μικρό παλιό κουτάκι που είχε χαραγμένο στο καπάκι του τα αρχικά Μ Δ. Το έφερε ως τη μύτη του κι άρχισε να εισπνέει τη γλυκιά εκείνη μυρωδιά των τριαντάφυλλων που τόσο τον γοήτευε πάντα. Όταν μύριζε τα τριαντάφυλλα θυμόταν τη Μαρίνα και ταξίδευε γοργά στο χρόνο. Τότε που ήταν παιδί ακόμη, ολόκληρο το σπίτι τους μοσχοβολούσε τριαντάφυλλα και λεβάντα... Πόσο ωραία ήταν εκείνα τα χρόνια, τα νοσταλγούσε ακόμη κι αν δυσκολευόταν κάπως να το παραδεχτεί...

Άνοιξε τελικά το κουτί κι επιθεώρησε το εσωτερικό του με μάτι άγρυπνο. Ευτυχώς, ο θησαυρός του διατηρούταν σε άριστη κατάσταση. Έδωσε νοερά συγχαριτήρια στον εαυτό του που είχε κατορθώσει να τον γλιτώσει από τα νύχια της Καρολίνας, και μετά, αντί να επιστρέψει το κουτί στην προηγούμενη θέση του, πήγε και το έβαλε προσεκτικά στην τσέπη ενός σακακιού που φορούσε το τελευταίο διάστημα.

φωτιά κι ασήμιWhere stories live. Discover now