Αθήνα 2014
Το πρωινό εκείνης της Κυριακής η Καρολίνα ξύπνησε έχοντας στο στόμα της μια γεύση στυφή και πικρή, σαν να κατάπινε αλκοόλ όλο το προηγούμενο βράδυ. Με το ζόρι είχε ανεχθεί τον πρωινό κι όπως της φάνηκε για πρώτη φορά σαχλό έρωτα του Καγιά, ο οποίος αφού τελείωσε μαζί της και τη γέμισε με βαρύγδουπες υποσχέσεις, ντύθηκε και πήγε να συναντήσει έναν φίλο του με τον οποίο μοιραζόταν το πάθος του για το καλό φαγητό μα και για τις νέες όμορφες κι ολόδροσες υπάρξεις.
Αν ήταν μια άλλη εντελώς συνηθισμένη μέρα η Καρολίνα θα δυσανασχετούσε εντονότατα αφού θα έμενε για κάμποσες ώρες μόνη μιας και αυτό που είχε πει στο Ρωμανό για τη δουλεάα του Καγιά δεν ήταν ψέμα, ωστόσο το πρωί εκείνο καμιά διάθεση δεν είχε να ασχοληθεί με τον επιχειρηματία.
Η συνάντηση της με τον Ρωμανό το προηγούμενο βράδυ της είχε φέρει μια γλυκιά αναστάτωση την οποία δεν είχε νιώσει εδώ και χρόνια. Η παρουσία όμως της νέας εκείνης γυναίκας δίπλα του είχε έρθει να τα χαλάσει όλα. Όχι πως σκόπευε να τον παρατήσει τον Καγιά κάθε άλλο: αν ήταν λίγο πιο παράτολμη θα τα πίεζε τα πράγματα ως εκεί που δεν έπαιρνε για να μονιμοποιήσει τη θέση της στο πλευρό του. Αλλά τον Ρωμανό είχε αρχίσει να τον λαχταράει και πάλι με χίλιους διαφορετικούς τρόπους κι από τη στιγμή που το κατάλαβε αυτό, τίποτα δε θα μπορούσε να μπει εμπόδιο στα σχέδια της.
Για να τα πετύχει έπρεπε όμως να μάθει το όνομα της γυναίκας αυτής. Σε γενικές γραμμές δε μπορούσε να ισχυρισθεί πως ήταν ιδιαίτερα όμορφη, ωστόσο κάτι πάνω της τραβούσε τα βλέμματα, ή τουλάχιστον εκείνο του Ρωμανού. Διότι μπορεί να μην τους είχε πιάσει πάνω σε περιπτύξεις, τα είχε δει όμως τα μάτια του να καίνε, και είχε εντοπίσει αυτόματα και την αγωνία της κοπέλας, που εκκρινόταν βίαια σχεδόν από τον κάθε πόρο του δέρματος της μαζί με όλες τις ανάλογες ορμόνες του άγχους. Μορφωμένη δεν ήταν η Καρολίνα, μα κάτι τέτοια πράγματα από μακριά τα μυριζόταν.
Αφού έκανε ένα μπάνιο στα γρήγορα παρά τις αιώνιες της συνήθειες, βολεύτηκε σε έναν αναπαυτικό καναπέ του σαλονιού. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι ο αέρας που έμπαινε μέσα ήταν γλυκός κι απολύτως αναζωογονητικός.
Με τον μαύρο της καφέ σε ένα δίσκο μπροστά της που ήταν γεμάτος με φρέσκα κι αποξηραμένα φρούτα χωρίς ζάχαρη, πήρε το κινητό της και προσπάθησε να αποφασίσει ποια από τις δυο κλήσεις που ήθελε να πραγματοποιήσει θα έκανε πιο γρήγορα. Τελικά επέλεξε να ακούσει πρώτα την κόρη της κι έτσι κάλεσε το σταθερό του σπιτιού στο οποίο ζούσε κάποτε και η ίδια, κάποτε μα όχι πια... Ήταν σίγουρη πως τον Ρωμανό δε θα τον έβρισκε εκεί και πράγματι επαληθεύτηκε αφού η άντα ήταν που απάντησε στο τηλεφώνημα της.
YOU ARE READING
φωτιά κι ασήμι
Romanceεκείνη είναι νέα, όμορφη και μορφωμένη. ζούσε ωστόσο πάντα στη σκιά της μητέρας της που είχε κατακτήσει κάποτε τον κόσμο ολόκληρο. Τη λάτρευε ωστόσο και είχε βάλει πια για μόνο της στόχο να καταστρέψει εκείνον που της την πήρε τόσο νωρίς κι άδικα...