Αθήνα 2014
Στο αυτοκίνητο μόνο άφησε η Ναταλία ελεύθερο τον εαυτό της να αντιδράσει όπως ακριβώς ήθελε. Άρχισε να κλαίει ενώ έβαζε και το κλειδί στη μηχανή. Της είχε καρφωθεί στο νου η σκέψη πως αν ζούσε ο πατέρας της, ο αγαπημένος της πατέρας, θα την κατηγορούσε έντονα για λιποταξία. Κοντά στον ρωμανό είχε βρει κάτι όχι απλά χαμένο μα εντελώς αναπάντεχο, το οποίο το είχε μόλις θυσιάσει για τα καπρίτσια μιας πανέμορφης πλούσιας και απίστευτα κακομαθημένης γυναίκας. Αν της περιέγραφε μια παρόμοια σκηνή η Ρουμπίνη, τότε εκείνη θα τη στόλιζε με κάμποσα κοσμητικά επίθετα, τα οποία ντρεπόταν να τα πει φωναχτά. Δεν έχασε όμως χρόνο κι άρχισε να λούζει με αυτά τον εαυτό της. Μια δειλή ήταν, μια γυναίκα χωρίς έντονη θέληση, ένα πλάσμα άβουλο χωρίς προσωπικότητα, χωρίς επιδιώξεις στην προσωπική της ζωή.
Έβαλε μπροστά και χωρίς καν να το καταλάβει άρχισε να κατευθύνεται προς τη θάλασσα. Εκεί θα πήγαινε να κρυφτεί και να γλείψει τις πληγές της. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής έλεγε χίλιες φορές στον εαυτό της πως δεν ήταν υποχρεωμένη να υποχωρήσει. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τηλεφωνήσει αμέσως στον Ρωμανό, ή να πάει στο σπίτι του κατευθείαν και να του πει όλη την αλήθεια, ξεφορτώνοντας το βάρος που κουβαλούσε. Ναι αλλά έτσι θα το φορτωνόταν εκείνος...
Τα μηνύματα του τα είδε όλα μαζεμένα μόλις πάτησε το πόδι της στην ακρογιαλιά. Ευτυχώς που ο καιρός ήταν καλός και δεν είχε ανάγκη από ζακέτα ή κάποιο μπουφάν.
Ακούμπησε την τσάντα της σε ένα χαμηλό βραχάκι καλυμμένο με φύκια, πάνω στο οποίο είχε κάποτε χαράξει το όνομα της. Μετά, έβγαλε και τα παπούτσια της και με το κινητό στα χέρια της άρχισε να περπατάει κατά μήκος της παραλίας.
Κόσμος πολύς δεν υπήρχε εκεί τέτοια ώρα, αλλά η καρδιά της σφυροκόπησε άγρια σαν είδε ένα νεαρό ζευγάρι αγκαλιασμένο σφιχτά λίγο πιο μακριά. Προσέχοντας να μην τους ενοχλήσει άνοιξε τα μηνύματα κι άρχισε να τα διαβάζει ενώ τα μάτια της είχαν κιόλας αρχίσει να κοκκινίζουν:
«στις εννιά θα έρθω στο σπίτι σου. Θα χτυπάω το κουδούνι όλη τη νύχτα αν χρειαστεί αλλά στο τέλος θα μιλήσουμε. Βρίσε με αν το θέλεις αλλά θα μιλήσουμε».
Κοίταξε την ώρα και χλόμιασε. Το είχε δει πολύ αργά το μήνυμα του.
«Ρωμανέ, μη μπαίνεις στον κόπο, θέλω να μείνω μόνη για λίγο. Δεν είμαι στο σπίτι. Θα σου τηλεφωνήσω αύριο».
YOU ARE READING
φωτιά κι ασήμι
Romanceεκείνη είναι νέα, όμορφη και μορφωμένη. ζούσε ωστόσο πάντα στη σκιά της μητέρας της που είχε κατακτήσει κάποτε τον κόσμο ολόκληρο. Τη λάτρευε ωστόσο και είχε βάλει πια για μόνο της στόχο να καταστρέψει εκείνον που της την πήρε τόσο νωρίς κι άδικα...