59

4.1K 278 92
                                    

Αθήνα 2015, ένα χρόνο μετά

Μόλις άκουσε η Ναταλία το κλειδί του Ρωμανού να γυρίζει στην πόρτα, έκανε τον σταυρό της κι έκρυψε με κόπο το λαμπερό της χαμόγελο. Πήγε ωστόσο να τον προυπαντήσει.

-Καλώς τον γιατρό.

-Θεέ μου, μου κόβεις την ανάσα, τα μάτια του γιατρού δεν την αντέχουν τέτοια ομορφιά.

Άφησε κάτω τα πράγματα του και αρπάζοντας τη, τη σήκωσε ψηλά την ώρα που εκείνη κολλούσε το στόμα της στο δικό του.

-Πού είναι το παιδί; Μπορεί να μας βλέπει.

-Αυτό να το σκεφτόσουν χθες που...

-Το χθες ήταν χθες, τώρα ζούμε το σήμερα. Είσαι πανέμορφη, Ναταλία της φωτιάς, και σε θέλω πιο πολύ με την κάθε μέρα που περνάει.

-Τι να κάνω που είμαι αναγκασμένη να σου πω πως το ίδιο σε θέλω κι εγώ; Έλα να καθίσουμε λίγο.

-σου πάνε πολύ τα κοσμήματα της Μαρίνας.

-Βρίσκεις;

-Φυσικά.

Χώθηκε στην αγκαλιά του φιλώντας τον ξανά.

-επιτέλους, έβαλες χρώμα, επιτέλους.

Το φόρεμα που είχε επιλέξει η Ναταλία για το ξεχωριστό εκείνο μαγιάτικο βράδυ ήταν καταπράσινο και πολύ λεπτό.

-σου αρέσει;

-πάρα πολύ, εσένα;

-Καλό είναι.

-δηλαδή αν το στερηθείς μια για πάντα δε θα σε πειράξει;

-Εξαρτάται από τον τρόπο που θα μου το στερήσεις.

-δε μας τα λες καλά, Ναταλία της φωτιάς.

Εκείνη σηκώθηκε και πήγε να του βάλει ένα ποτό.

-Υγεία, γιατρέ, και καλή ζωή.

-έλα εδώ, και πες μου που είναι το παιδί.

-δοξασμένο το όνομα του Κυρίου, σε απαρνήθηκε για μια φορά για να βγει.

Κόντεψε να πνιγεί ο Ρωμανός.

-Τι έκανε λέει; Πότε; Και με ποιους; Γιατί δε με πήρες τηλέφωνο;

-Σιγά γιατρέ, πιες λίγο να χαλαρώσεις, με τις δίδυμες είναι.

Τον αγκάλιασε ξανά ενώ το φόρεμα της είχε αρχίσει ήδη να ανεβαίνει.

-δε μου λες, τι μουρμουρίζατε οι δυο σας χθες βράδυ τόσο συνωμοτικά και μόλις άνοιξα εγώ την πόρτα σταματήσατε την κουβέντα;

φωτιά κι ασήμιWhere stories live. Discover now