Chapter 40
Δεν ήθελε να φύγει δίχως να τους αποχαιρετήσει. Δε ήθελε να φύγει γεμάτη τύψεις. Έπρεπε να επισκεφτεί τον τάφο των γονιών της.
Δεν γνώριζε εάν θα ήθελε να γυρίσει κάποτε πίσω στην φτωχογειτονιά της στην Καλιφόρνια. Ήλπιζε να βρει ένα άλλο μέρος, μια άλλη περιοχή, ίσως σε μια άλλη πόλη, σε άλλη χώρα. Ίσως αυτό το μέρος δεν υπάρχει στον πλανήτη που ζει, μα εκείνη επιθυμεί να το βρει και θα το κάνει.
Θέλει να ταξιδέψει, να γνωρίσει νέο κόσμο, νέες κουλτούρες, παραδόσεις, έθιμα. Να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο, να μην νιώθει καταπιεσμένη, να μην φοβάται να αντικρίσει τους συνομήλικους της, να μην τρέμει στην όψη του θείου της, να ζει.
Για να τα καταφέρει, χρειάζεται χρήματα, κάτι που τα τελευταία χρόνια της ζωής της παλεύει να αποκτήσει.
Μάζεψε όλα της τα πράγματα, τα οποία ήταν ελάχιστα, μιας και ήθελε να αφήσει το παρελθόν της πίσω. Δεν ήθελε να της θυμίζει κανένας και τίποτα την μίζερη ζωή της. Φόρεσε το σακίδιο της στους λεπτούς της, από την έλλειψη φαγητού, ώμους και κατέβηκε διστακτικά τις σκάλες.
Ο θείος της, ξαπλωμένος στον καναπέ, έδειχνε να είχε χάσει τις αισθήσεις του.
Μακάρι να ήξερε οτι σε μερικά λεπτά θα βρίσκεται στην ψυχιατρική κλινική της περιοχής με την βοήθεια της Riley και του Ace.
Με ένα ανεξήγητο κόμπο στο στομάχι, αποχωρίστηκε το σπίτι της, αφήνοντας πίσω τον άρρωστο θείο της. Αναρωτιόταν πόσο θα θύμωναν μαζί της οι γονείς της εάν μάθαιναν οτι δεν κράτησε την υπόσχεση της, οτι τον άφησε μόνο του και το έβαλε στα πόδια.
Η απογοήτευση την είχε κατακλύσει, μα δεν σταματούσε να κατευθύνεται προς το νεκροταφείο, ούτε άλλαζε γνώμη. Οι κεραυνοί που ηχούσαν προοικονομούσαν μια δυνατή βροχή και την τρόμαζαν, μα δεν υποχωρούσε.
Τρέχοντας πλέον, βρισκόταν έξω από το νεκροταφείο το οποίο ήταν σχεδόν άδειο. Όταν βρέχει, ο κόσμος αποφεύγει την γύρω περιοχή, διότι το έδαφος είναι λασπώδες και δυσκολεύεσαι να ανέβεις στους τάφους.
Η Skylar δεν ηττήθηκε. Έφτασε στον τάφο των γονιών της, γεμίζοντας τα ήδη φθαρμένα της παπούτσια με νερά και το σκισμένο τζιν της με λάσπες. Δίχως να ενδιαφέρεται για την κατάσταση της, λύγισε μπροστά στον τάφο και έκλαψε όσο δεν είχε ξανακλάψει ποτέ. Έκλαψε μέχρι που τα μάτια της αδυνατούσαν να δακρύσουν, μέχρι που ράγισε η καρδιά της και πονούσε όλο της το είναι.
Μακάρι να ήξερε οτι δίπλα της—πέντε τάφους παραπέρα—βρισκόταν ο Ace σκυμμένος επάνω στον τάφο της δικής του μητέρας, θρηνώντας για τα γενέθλια της. Μόνο που εκείνος δεν έκλαψε καθόλου. Παρέμεινε δυνατός για να μην πληγώσει την μητέρα του, που ήξερε οτι εκείνη την στιγμή τον έβλεπε και τον καμάρωνε, επειδή ήταν ζωντανός και κατάφερε να επιβιώσει σε αντίθεση με εκείνη.
Μακάρι να ήξερε οτι εκείνος την είχε δει, μα δεν την πλησίασε γιατί δεν ήθελε να την ενοχλήσει. Δεν ήξερε τι σκεφτόταν, δεν ήξερε τι περνούσε. Ίσως θα ήταν όλα διαφορετικά εάν την πλησίαζε.
Σηκώθηκε όρθια και βγήκε από τον τρομακτικό χώρο, αφήνοντας πίσω τους γονείς της για όσο καιρό χρειαστεί.
Έπρεπε να φύγει επειγόντως από εδώ. Δεν άνηκε εδώ. Έτσι πίστευε τουλάχιστον. Πήρε τον δρόμο προς την έξοδο της πόλης, αδιαφορώντας για τον προορισμό της. Δεν είχε σημασία.
Έφυγε, δίχως να γνωρίζει οτι υπήρχε ένα άτομο που την σκεφτόταν συνέχεια. Έφυγε, χωρίς να ξέρει οτι οι περισσότεροι μαθητές του σχολείου, αφού έμαθαν τι συνέβη από τις ειδήσεις, ένιωθαν λύπη και μετάνοια για εκείνη. Μα αυτή δεν χρειαζόταν την λύπη τους. Χρειαζόταν την κατανόηση τους, μα κανένας δεν καταλάβαινε.
Εκτός από εκείνον.
Εκείνον που δεν σταμάτησε λεπτό να την σκέφτεται από τότε που έφυγε. Κανένας δεν γνώριζε που βρισκόταν, μα κανένας δεν μπήκε στον κόπο να την ψάξει.
Εκτός από εκείνον.
Τέλος Πρώτου Βιβλίου
YOU ARE READING
Φλογερές Ψυχές
Teen FictionΗ Skylar Bretton, ορφανή από γονείς, μένει με τον ψυχικά διαταραγμένο θείο της και βιώνει μια δύσκολη περίοδο, καθώς την κακοποιεί. Ο Ace Smoker, γιός ενός πολύ πλούσιου επιχειρηματία φαίνεται πώς ζει την ζωή που όλοι ονειρεύονται. Ή μήπως όχι;