Πρέπει να μιλήσουμε

3.4K 356 30
                                    

Είχαμε βγει στο Νυχτερινό για ποτό με την Μελίνα και τον Στράτο. Σχεδιάζαμε τις διακοπές μας και περνούσαμε υπέροχα μέχρι που ήρθε και στάθηκε μπροστά μας η Ράνια.

«Πρέπει να μιλήσουμε» απευθύνθηκε στον Γιώργο.

«Δεν έχω να πω κάτι Ράνια. Λυπάμαι για ότι έγινε αλλά ερωτεύτηκα.» αποκρίθηκε εκείνος.

«Πρέπει να μιλήσουμε» επανέλαβε σαν να μην τον άκουσε. «Ιδιαιτέρως. Είναι επείγον», είπε αναγκάζοντας τον να σηκωθεί και να την ακολουθήσει.

Τον έπιασε αγκαζέ, κεραυνοβολώντας με ένα βλέμμα γεμάτο μίσος. Βγήκαν από το μαγαζί και δεν ξαναγύρισαν.

Όταν κατάλαβα ότι εκείνος είχε τελικά φύγει μαζί της, χωρίς να πει μια κουβέντα, ήθελα να ανοίξει η Γη και να με καταπιεί. Δεν το χωρούσε ο νους μου. Ο Γιώργος που ορκιζόταν πως με αγαπάει με είχε παρατήσει για την Ράνια. Δεν ήταν μόνο ότι με πόνεσε η φυγή του. Μαζί με το ξερίζωμα της καρδιά μου είχε φωλιάσει μέσα μου και η απογοήτευση. Πως μπόρεσε να με αφήσει και να φύγει. Μου άξιζε τουλάχιστον μια εξήγηση αλλά προφανώς εκείνος δεν το θεώρησε απαραίτητο. Άρχισα να πνίγομαι. Ένιωθα την κρίση πανικού να με πλησιάζει γοργά. Έπρεπε να φύγω από κει μέσα, ήθελα να μείνω μόνη μου. Οι ματιές του Στράτου και της Μελίνας με έκαιγαν χειροτερεύοντας την κατάσταση μου. Σηκώθηκα.

«Λυδία...» ξεκίνησε να λέει η Μελίνα

«Άστο Μελίνα. Ως εδώ. Θα μιλήσουμε» είπα και έφυγα από το μαγαζί.

Περπατούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να έχω προορισμό. Κανονικά θα έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι αλλά δεν ήθελα. Το κινητό μου νεκρό. Ούτε μια κλήση, ούτε ένα μήνυμα από τον Γιώργο. Έφτασα στην πλατεία κοντά στα σπίτια μας και έκατσα σε ένα παγκάκι. Κοίταξα ψηλά στον ουρανό. Το φεγγάρι γεμάτο και φωτεινό στεκόταν εκεί και με περιγελούσε θαρρείς για τον ανόητο ρομαντισμό και την παιδική μου αθωότητα.

«Γελάς κι εσύ μαζί μου ε; Το ξέρω, τι περιμένω; Άδικος κόπος» μονολόγησα σαν να ήμουν τρελή.

Ένα ζευγάρι στην ηλικία μου, περνούσε από μπροστά μου εκείνη την ώρα, κρατώντας από ένα τσιγάρο. Δεν είχα καπνίσει ποτέ στη ζωή μου όμως την στιγμή αυτή το ζήλεψα.

«Μπορώ να δανειστώ ένα ;» ρώτησα αναγκάζοντας τους να στραφούν.

Η ξανθιά κοπέλα με περιεργάστηκε για λίγο διστακτικά. Να σαν να ένιωσε τον καημό που με έτρωγε άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα πακέτο.

«Κράτησε το. Ελπίζω ότι σε πονάει να περάσει» μου ευχήθηκε.

«Θα περάσει;» αναρωτήθηκα.

«Όλα περνάνε κάποτε» είπε ο φίλος της και μου άναψε το τσιγάρο, Επέστρεψα το πακέτο στην κοπέλα και χαμογέλασα.

«Ευχαριστώ. Καληνύχτα» είπα και ξεκίνησα για το σπίτι, σίγουρη ότι ο Γιώργος είχε μια πολύ καλή εξήγηση που έφυγε και πως μέχρι την επόμενη μέρα θα με ενημέρωνε.


Και ναι αρχίσαμε πάλι. Ελάτε για μένα μιλάμε σιγά μην γλίτωναν έτσι εύκολα :-Ρ 

Η ιστορία τώρα ξεκινάει!!

Να μ' αγκαλιάζεις-TYS_GRDonde viven las historias. Descúbrelo ahora