μέρος 2ο-Αγωνία

3K 322 16
                                    

Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε με το αμάξι του Γιώργου για την Αθήνα. Φτάσαμε το μεσημέρι και πήγαμε κατευθείαν στο πατρικό μου. Θα τρώγαμε με τους γονείς μου και στην συνέχεια θα πηγαίναμε στο σπίτι του Γιώργου. Όσο ήταν παντρεμένος με τη Ράνια έμεναν στο πατρικό του, μέχρι να τελειώσει τη σχολή ο Γιώργος και να μπορέσει να εργαστεί.

«Καλώς τα μου» μας υποδέχτηκε χαρούμενη η μητέρα μου.

«Γεια σου μαμά» ανταπέδωσα τον χαιρετισμό και της επέτρεψα να με κλείσει στην αγκαλιά της. Με ζούληξε όπως κάνουν συνήθως οι μαμάδες και στη συνέχεια έπιασε το πρόσωπο μου με τα χέρια της. Με κοίταξε εξονυχιστικά θέλοντας να βεβαιωθεί πως ήμουν καλά. Εκατό φορές της το είχα πει στο τηλέφωνο αλλά δεν με πίστευε.

«Είσαι καλά ;» ρώτησε θέλοντας να επιβεβαιώσει αυτό που έβλεπαν τα μάτια της.

«Μια χαρά μαμά» είπα και αφού με κοίταξε ακόμα μια φορά, με άφησε και έπιασε τον Γιώργο.

«Σε ευχαριστώ που την έφερες πίσω παιδί μου» άκουσα να λέει κι αμέσως μετά τον έσφιξε πάνω της. Ήθελα να γελάσω με το ζουλιχτό αγκάλιασμα της αλλά κρατήθηκα. Μπήκα στο σπίτι και έτρεξα να χωθώ στην αγκαλιά του μπαμπά μου. Όσα χρόνια κι αν περνούσαν ποτέ δεν θα έπαυα να είμαι το κοριτσάκι του.

«Καλώς ήρθες μικρή μου. Μας έλειψες» είπε εκείνος και με φίλησε τρυφερά.

«Κι εμένα μπαμπά» παραδέχτηκα κι έμεινα λίγο ακόμα κρυμμένη στα χέρια του.

Αναγκάστηκα να τον αφήσω όταν μπήκαν στο χώρο ο Γιώργος με την μητέρα μου.

«Ελάτε να κάτσετε μόλις σέρβιρα.» μας κάλεσε στο τραπέζι η μαμά μου.

«Μαμά τι καλό μας έφτιαξες ;» ρώτησα ενώ πήγαινα στο μπάνιο να πλύνω τα χέρια μου. Ο Γιώργος ήρθε από πίσω μου δίνοντας μου ένα πεταχτό φιλί.

«Σουτζουκάκια και πατάτες τηγανητές» είπε η μητέρα μου και ένιωσα να μου τρέχουν τα σάλια.

«Μάνα με τα φαγητά σου, να ήξερες πόσο μου έχουν λείψει» παραδέχτηκα και έκατσα γρήγορα στο τραπέζι παίρνοντας μια βαθιά μυρωδιά από το γεμάτο πιάτο μου. Η μυρωδιά του κύμινου και της ντομάτας έφτασε στα ρουθούνια μου γαργαλιστική. Μόλις κάθισαν όλοι έπεσα με τα μούτρα στο φαγητό και δεν σήκωσα το κεφάλι μέχρι που έφαγα και την τελευταία μου μπουκιά.

«Λυδία παιδί μου ;» με κοιτούσε απορημένη η μητέρα μου όπως φυσικά και οι δυο άντρες στο τραπέζι.

«Πραγματικά μου έχει λείψει το φαγητό σου μαμά. Προσπαθώ να μαγειρεύω κι εγώ αλλά δεν σε φτάνω με τίποτα.» παραδέχτηκα και έτριψα την κοιλιά μου χορτασμένη. Η συντροφιά μου άρχισε να γελάει με την αντίδραση μου. Ήταν φυσικό να μην μπορούν να καταλάβουν πως είναι να έχεις να φας μαμαδίσιο φαγητό σχεδόν τέσσερις μήνες.

Μετά το φαγητό ξεφορτώσαμε τα πράγματα μου από το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το πατρικό του.

Η αγωνία μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Δεν ήξερα τι να περιμένω από την Μελίνα. Πως θα με υποδεχόταν;

Ερχεται η συναντηση!!!

Να μ' αγκαλιάζεις-TYS_GRDonde viven las historias. Descúbrelo ahora