Κάθησαν αγκαλιασμενοι απέναντι από το μεγάλο τζάκι της καλύβας τους κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον γεμάτοι από έρωτα..
<< Σαγαπαω Ασία!!!
Τα μάτια της γέμισαν χαρά... σήκωσε το κορμί του και στάθηκε απέναντι της με ένα ευτυχισμένο βλέμμα...
<< Όλοι νύχτα θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά απέναντι από αυτό το τζάκι..
Ετοιμάστηκε να τρέξει να την αγκαλιάσει όταν εκείνη έπραξε ακριβώς το ίδιο,την στιγμή όμως που πήγε να την αγγίξει, εκείνη τον προσπερασε αγκαλιάζοντας έναν άλλον άντρα πίσω απτό ψηλό κορμί του Τζέιμς..
Τα μάτια της κοίταζαν τον άλλον άντρα γεμάτα έρωτα...
<< Σαγαπαω..
Του είπε ,και ο άντρας την σήκωσε στην αγκαλιά του...
<< Και εγώ σε αγαπάω....
Ο Τζέιμς έμεινε με ανοιχτά τα χέρια κοιτάζοντας την γυναίκα που αγαπούσε μέσα σε μια ξένη αγκαλιά,ένιωσε προδομένος στο θέαμα..
Την πλησίασε αγγίζοντας της το χέρι ,τότε εκείνη γύρισε χαμογελαστή στο μέρος του...
≤< Τζωρτζ!!!!
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα καθώς τα χείλη της έβγαλαν ένα όνομα το οποίο δεν ανήκε σε εκείνον...
Ήθελε στ αλήθεια να την πονέσει με τον ίδιο τρόπο λέγοντας το όνομα μιας γυναίκας της οποίας την παρουσία δεν γνώριζε,η καρδιά του όμως έμοιαζε κουρασμένη απέναντι απο το χαμόγελο της...Έκανε μερικά βήματα μακριά της σμίγοντας τα φρύδια του...
Την παρατηρούσε να αλλάζει αγκαλιές θαρρείς και ήταν το ποιο απλό πράγμα,για άντρας με βαρύ εγωισμό ένιωσε να εξαντλείται ,
<< Ασια!? γιατί μου το κάνεις εμένα αυτό?επειδή είμαι κακος? επειδή έχω αμαρτίες?η καρδιά μου πονάει, γιατί παίζεις μαζί της?
Γύρισε στο μέρος του με ένα παιδικό βλέμμα που μαρτυρούσε άγνοια...
<< Σε πλήγωσε μια αγκαλιά?
Τα μάτια του έκλεισαν ενώ η καρδιά του φτερουγισε, ποτέ της δεν θα μάθαινε πως η καρδιά του μάζευε πόνους και αυτός ήταν ο μεγαλύτερος,ότι αγαπάς στα χέρια ενός ξένου άντρα,μια αγκαλιά με δύο σώματα ενωμένα και ο έρωτας χωρίστηκε σε δύο μακρινά κομμάτια,ο ένας στα χέρια ενός άλλου και το κομμένο κομμάτι αναγκασμένο να κοιτάζει δίχως να μπορεί να μιλήσει,
Την κοίταζε με έρωτα να βρίσκεται μπροστά του σαν φωτογραφία σε κάδρο στα χέρια ενός ξένου άντρα...Άνοιξε τα μάτια του γεμάτος από ιδρώτα κοιτάζοντας την δίπλα του να κοιμάται απαλά κρατώντας του σφιχτά το χέρι... τραβήχτηκε μακριά της πίνοντας λιγοστό νερό και ύστερα δίχως να εξηγήσει το γιατί στον εαυτό του ,κάθισε στο μικρό του γραφείο καθώς το πλοίο είχε πάρει την πορεία του ,έπιασε μια μαύρη πένα και ένα μεγάλο φύλο χαρτί, αρχίζοντας να γράφει τις σκέψεις του...