Κρατώντας σφιχτά στα χέρια της μια ολοστρόγγυλη σφαίρα,με ένα ερωτευμένο ζευγάρι αγκαλιασμενο στο χιόνι,άκουγε με προσοχή την απαλή μελωδία που έβγαζε σε καθε στροφή του ζευγαριού.
Τα μάτια της γέμιζαν χαρούμενα δάκρυα καθώς η σκέψη της ,την οδηγούσε,πως το ζευγάρι πίσω από εκείνο το γυαλί,ήταν εκείνη με τον Τζειμς, συνειδητοποιώντας με ορθανοιχτα μάτια πως ξαπλωμένο στο χιόνι κάτω από ένα μεγάλο έλατο, στεκόταν ένα μικροκαμωμένο παιδί,με σκούρα έντονα μαλλιά τα οποία έντυνε το άσπρο χιόνι.
Τα χείλη της έχοντας ανοίξει ξαφνιασμένα,άφησε την σφαίρα πλάι της σηκώνοντας το ζεστό από θερμοκρασία κορμί της.
Ήταν πραγματικά ευτυχισμένη, ευτυχισμένη και γεμάτη από έντονα συναισθήματα που τις χάριζαν καθημερινά δύναμη, μέσα της είχε βρεθεί όμως η πραγματική ειρήνη.
Χαμογελώντας ασυναίσθητα στον αστραφτερό της καθρέφτη, αποφάσισε πως ήταν καιρός να κατέβει στο κάτω μέρος του σπιτιού,όπου οι οικογένεια της, βρισκόταν.
Έτσι ανοίγοντας απαλά την πόρτα αποφάσισε να κατέβει δίχως να ενοχλήσει, αυτό που την ξαφνιασε όμως ήταν μια νέα απαλή μυρωδιά που έκλεψε τις αισθήσεις της,ήταν στ αλήθεια κάστανα;
Σμίγοντας τα φρύδια από απλή περιέργεια, πλησίασε την ατέλειωτη σκάλα, αντικρίζοντας στα ξύλινα χερούλια της, καταπράσινες κορδέλες,και στο τότε γυμνό δάπεδο ένα ζεστό μακρυκοκκινο χαλί.
<< Τζέιμς μου;
Πατώντας πάνω στο χαλί με τα γυμνά της πόδια, κατέβηκε βιαστικά την σκάλα, μένοντας άναυδη μπροστά στο θέαμα.
Το παιδί της ντυμένο στα κόκκινα με ένα ακόλουθο καπέλο, κοιμόταν σε ένα ξύλινο γεμάτο από μαξιλάρια καλάθι,το οποίο βρισκόταν κάτω από ένα πανύψηλο λαμπερό από χρυσούς αστραφτερους γλομπους, έλατο.
Ένα δάκρυ ξέφυγε από τα βλέφαρα της αντικρίζοντας στεφάνια με κορδέλες πάνω από το τζάκι,κεριά και κηροπήγια πάνω στην τραπεζαρία,καθώς και μακριά κόκκινα τραπεζομάντιλα.
Η καρδιά της κόντευε να σπάσει,στην ομορφιά και την ζεστασιά του σπιτιού τούς,μα πως ; ποτε;
Πότε έγιναν όλα τόσο μαγικά.
Πριν προλάβει δεύτερη φορά να φωνάξει το όνομα του,η πόρτα χτύπησε απαλά κάνοντας την να κατευθυνθεί προς εκείνην με ελαφρά βηματα.
Ανοίγοντας την έμεινε παγωμένη από μια μεγάλη αγκαλιά παιδιών τα οποία με βιβλία στο χέρι την κοίταζαν αγνά στα μάτια.
<< Καλημέρα κυρία.
Τόνισαν ομόφωνα με απαλά φωτεινά χαμόγελα.
Τότε με ανοιχτά όλο χαρά χέρια στην μέση των παίδων πέρασε ο Τζέιμς, ντυμένος διαφορετικά από άλλες φορές,τα πόδια του κάλυπτε ενα γκρίζο απαλό παντελόνι,ενώ το στήθος του,ένα χοντρό γεμάτο ζεστασιά κόκκινο πουλόβερ.
Έμοιαζε με θαύμα.
Και ήταν ένα .
<< Λοιπόν παιδια είστε έτοιμα να τραγουδήσουμε στην κυρία;
<< ΝΑΙ!!!!
<< Ένα.δυο.τρια.
Με μια ομόφωνη φωνή σαν μια γροθιά, εκείνος και τα παιδιά του ορφανοτροφείου ξεκίνησαν μελωδικά το τραγούδι τους αφήνοντας την παγωμένη στην θέση της