Σηκώνοντας τα χέρια της ανάμεσα τους τον κοίταξε πραγματικά λυπημένη.
<< Χθες με άφησες μόνη,χθες δεν ήθελες να με αγκαλιάσεις,μου μίλησες άσχημα ,ένιωσα μια φθηνή γυναίκα,μια τέτοια γυναίκα, χθες έπεσα λιποθυμη και με έπιασε εκείνος ο άντρας,όταν ξύπνησα εσύ έλειπες,με άφησες με εκείνον, πάντοτε έχεις δίκιο και αναρωτιέμαι εγώ γιατί δεν έχω; Πάντοτε σε αγαπούσα όλο και περισσότερο και ακόμη σε αγαπάω,μα δεν μου φέρθηκες ωραία Τζέιμς μου, έκλαψα πολύ για σένα,όσο έλειπες πονούσε η κοιλίτσα μου,εάν το παιδί μου πόνεσε μαζί μου;δεν ήσουν εδώ να το κοιτάξεις,εάν έπραξα κάτι λάθος συγχώρεσε με ,μα καλύτερα θα ήταν να σε αφήσω λίγο μόνο ακριβώς όπως εσύ μου ζήτησες.
Προσπερνώντας τον έστρωσε στον καναπέ γυρίζοντας του την πλάτη έχοντας καλύψει το κορμί της με ζεστές κουβέρτες.
Τα μάτια του την κοίταζαν γεμάτα ενοχή,ήταν απαίσιος.
Πλησιάζοντας την αργά ,κάθισε στο έδαφος κοντά της σκύβοντας το κεφάλι του.
Κάτι που εκείνη δεν περίμενε.
Έτσι όταν νωρίς το πρωί τα μάτια της είχε ανοίξει, αντίκρισε τον άντρα που αγαπούσε να κοιμάται στο έδαφος, κοντά στον καναπέ της.
Τα βλέφαρα του πήγαν να ανοίξουν έτσι τα δικά της έκλεισαν ξανά θέλοντας να κρύψουν πως είχαν ξυπνήσει.
Τον ένιωσε να σηκώνεται και να κατευθύνεται στην κουζίνα, τοτε και μόνο αποφάσισε να σηκωθεί αντιμετωπίζοντας τα εκφραστικά του μάτια.
<< Πότε κατέβηκες από τις σκάλες;δεν άκουσα κάποιον θόρυβο.
Αρκετά χλωμός, κοίταξε τα καφετί λαμπερά της μάτια.
** Μέρες, χρόνια, εποχές,γνώριζα πως δεν σου αξίζω.
Στιγμές, λεπτά, αναμνήσεις,γνώριζα πως θα σου τα καταστρέψω.
Στους αγγέλους αξίζει στεφάνι,αυτό που εγώ σου χάρισα,δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό του παράδεισου σου.<< Κατέβηκα αθόρυβα ήμουν πάνω και.και,πρέπει να πάω στη δουλειά, καλή σου μέρα γυναίκα.
Κοιτάζοντας τον έντονα στα μάτια Ειπε.
<< Είμαι γυναίκα σου άραγε; Χθες είπες πως.
Τα μάτια του χαμήλωσαν ενώ τα δόντια του δάγκωσαν τα χείλη του.
<< Χθες ,σου μίλησα θαρρείς και δεν σε γνωρίζω,ζηλεψα,και φέρθηκα σαν τέρας,έχεις δίκιο,έχεις πραγματικά δίκιο.
Προσπερνώντας την πήρε τον δρόμο του για το ιατρείο εκεί που ο θάνατος τον έβρισκε απροετοίμαστο,και συνάμα αδύναμο.
Ένας πατέρας κρατώντας αγκαλιά το κοριτσάκι του,ένα πεντάχρονο παιδί, γεμάτο αίμα σε ολόκληρο το αθώο του κορμί.
Σοκαρισμένος από την εικόνα πέταξε το βαρύ μαύρο του παλτό, αγκαλιάζοντας το χλωμό παιδί γεμίζοντας την άσπρη του πουκαμίσα με αίμα.
<< Τι τι συνέβη;
<< Έπεσε ,έπεσε πάνω στο λεπίδι,χάνω το παιδί μου.
Ο Τζέιμς έχοντας πιάσει το παιδί στα χέρια του άρχισε να τρέχει εώς το ιατρείο του με δάκρυα στα μάτια.
<< Μην φύγεις,θα σε σώσω ,μην φύγεις.
Τοποθετώντας την πάνω στο ξύλινο κρεβάτι με τρεμάμενα χέρια άρχισε να ψάχνει για γάζες και τα ιατρικά του εργαλεία,μα ήταν ολομόναχος στο γραφείο του,και κανείς δεν είχε επιστρέψει από τις γιορτινες εκείνες μέρες.
Νιώθοντας το μέσα του να πονάει,όπως ένας αληθινός πατέρας,σήκωσε το λευκό φορεματακι του παιδιού βρίσκοντας την πληγή του,και με τις καθαρές γάζες στα χέρια του άρχισε να περιτριγυρίζει το κορμί του παιδιού θέλοντας να σταματήσει την αιμορραγία.
Μόλις το πρώτο βήμα είχε τελειώσει, πέρασε έναν σωλήνα στο χέρι του παιδιού,και έναν άλλο στο δικό του, βάζοντας μέσα στο κορμί της οσο αίμα μπορούσε να δώσει.
Ενώ με το ελεύθερο του χέρι χάιδευε απαλά τα μαλλιά της, τραγουδώντας της ένα άγνωστο παιδικό τραγούδι.
<< Μην πεθάνεις,είσαι πολύ μικρή για να βρίσκεσαι σε αυτή την θέση, μακάρι να ήμουν εγώ στο κρεβάτι σε κίνδυνο, πάρα εσύ,μήτε αμαρτίες έχεις μήτε κανέναν πλήγωσες,ζήσε για όλους εκείνους που σε αγαπάνε.
Τα μάτια του σιγά σιγά έκλειναν μα δεν ήταν ο Τζέικομπ να τον σταματήσει,το σώμα του παιδιού ζητούσε κι άλλο.
<< Εγώ έχω κάνει τόσα λάθη,τόσα πολλά, αγαπάς κάτι με όλη σου την καρδιά και το πληγώνεις συνεχώς,εσύ τι λάθος να έκανες για να πέσεις πάνω στο ξίφος; Εσύ ποια καρδιά πρόλαβες να ραγίσεις; Σε περιμένουν όλοι στο σπίτι,εγώ σε ποιο σπίτι να πάω που το έχω ριμαξει με τον τρόπο μου;γιατί είσαι εσύ εκεί και όχι εγώ;
Τα μάτια του απροειδοποίητα είχαν κλείσει και εκείνος δεν πρόλαβε να το αποτρέψει.
Πλέον βρίσκονταν μέσα σε μια κρυστάλλινη θάλασσα ,να κολυμπάει δίχως να κουράζεται,να νιώθει ευτυχισμένος δίχως να είναι,να γελάει δίχως να κλαίει,να προσμένει δίχως να γνωρίζει.
Ώσπου η θάλασσα έγινε άμμος,και εκείνος περπατούσε νιώθοντας το αεράκι να δροσίζει το πρόσωπο του.
Τότε απρόσμενα μπροστά του αντίκρισε την μορφή που χρόνια αμέτρητα είχε να αντικρίσει.
<< Μητέρα;
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, στάζοντας δάκρυα.
<< Γιε μου;θα με ακολουθήσεις; Δεν νομίζεις πως αρκετά κουράστηκες; Έλα κοντά μου μαζί να ζήσουμε αιώνια.
Σηκώνοντας χαρούμενος το χέρι του σε εκείνη,έκανε ένα βήμα μπροστά της, ώσπου η φωνή της γυναίκας που είχε αγαπήσει με όλη του την καρδιά ,τον σταματησε.
<< Τζέιμς μου; Μην με αφήσεις,δεν αντέχω μακριά σου,μην με αφήσεις.
<≤ Ασία μου,γαζέλα μου, σαγαπαω το θυμάσαι;
<< Μην το κάνεις,μην μου το κάνεις αυτό.
Γυρίζοντας στην μεριά της μητέρας του ,έκανε μερικά βήματα μπροστά της, βλέποντας το χέρι της να τεινεται στην μεριά του.
<< Έλα γιε μου, πάμε..
<< ΤΖΈΙΜΣ!!! ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!ΟΧΙ! ΤΖΈΙΜΣ...
πέφτοντας στα γόνατα της συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να τον σταματήσει,ήταν κολλημένη στο έδαφος, και όλο αυτό ήταν επιλογή του.
Τα μάτια του έκλαιγαν δίχως όρια.
<< Μητέρα;μαμά; Μάνα;
Γονατίζοντας μπροστά της έκλεισε τα μάτια του.
<< Είμαι αμαρτωλός,ο γιος σου δεν είναι καλός άνθρωπος, συγχώρεσε με μα ντρέπομαι τα μάτια σου να κοιτάξω,
<< Τζέιμς μου; Σε αγαπάω,και σε έχω συγχωρήσει για όλα.
Σηκώνοντας το κορμί του μπροστά της κοίταξε βαθιά στα μάτια της.
<< Καιρό περίμενα αυτή την στιγμή μητέρα,να σταθώ απέναντι σου, περιμένοντας σε να με πάρεις στο σπίτι, καιρό περίμενα να νιώσω την ζεστή αγκαλιά σου,σε αγαπάω βαθιά μέσα μου το νιώθεις,μα .
<< Τι συμβαίνει γιε μου;
<< Δεν αγαπάω την γη,μήτε τα κακα της, υπάρχει όμως κάτι το οποίο αγάπησα περισσότερο από καθετί,κάτι αγνό, λευκό,ένα φως....
Γυρίζοντας στην μεριά της Ασίας,την έδειξε με το δάχτυλο του.
<< Η γυναίκα μου μητέρα,η Ασία μου,εκείνη που κάθε βράδυ σου έλεγα,εκείνη μαμά,η γυναίκα μου,δεν είναι όμορφη?
<< Όντως είναι ομορφότερη από όσο με κλειστά μάτια πίστευα.
<< Σε αγαπάω μάνα μα,δεν μπορώ να την αφήσω, σου δίνω όμως έναν μεγάλο όρκο,πως μαζί της θα έρθω μια μέρα να σε βρω, μαζί της θα σε ανταμώσω,θα της κρατήσω το χέρι,και όταν πλεον τα γεράματα μας κατακλύσουν,θα σε βρω και τότε όλοι μαζί θα χτίσουμε ένα μεγάλο σπίτι εκεί ψηλά,μια μέρα θα αλλάξω,θα αλλάξω μητέρα,πες στον κύριο πως μια μέρα όσους πλήγωσα θα τους γιατρέψω..
Γυρίζοντας το κεφάλι του στα πλάγια αντίκρισε ένα μικρό μελαχρινό κοριτσάκι με αίμα χαμηλά στην κοιλιά του.
Έτεινε το χέρι του στο μέρος της χαμογελώντας της.
<<Ακολούθησε με και εγώ θα σε πάρω στον πατέρα σου.
Το κοριτσάκι γεμάτο από φόβο έπιασε το χέρι του Τζέιμς δείχνοντας του εμπιστοσύνη.Ανοίγοντας ξαφνικά τα μάτια του τράβηξε με γρηγοραδα τον σωλήνα από μέσα του, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα,και με τον ιδρώτα του να στάζει από την ζαλάδα που ένιωθε,άνοιξε το μεγάλο παράθυρο αφήνοντας τον παγωμένο αέρα να χτυπήσει το πρόσωπο του....
≤< μπαμπακα;
Γυρίζοντας ξαφνιασμένος στην μεριά του παιδιού χαμογέλασε πλατιά.
<< Στο είπα ότι θα σε πάω στον μπαμπά σου.
.......................
Ανοίγοντας την πόρτα μπρος της, αντίκρισε τα κουρασμένα μάτια του άντρα της, πληγωμένη άφησε το πόμολο της πόρτας θέλοντας να καθίσει στον καναπέ μα το απότομα κράτημα του χεριού της στο δικό του την ξάφνιασε.
Γυρίζοντας στο πρόσωπο του έμεινε παγωμένη.
<< Δεν σε θεωρώ λανθασμένη γυναίκα,σε έχω αγαπήσει αληθινά με όλη μου την καρδιά,μα δεν μπορώ να σε κάνω να το πιστέψεις εξαιτίας των κακών μου τρόπων, ντρέπομαι να σε κοιτάξω, διότι γνωρίζω πως έχεις δίκιο, φέρομαι παράλογα, και όταν μου περάσει σε κρατάω, μοιάζει σαν να παίζω μαζί σου,εάν πραγματικά θελήσεις να με αφήσεις, γνωρίζεις πως θα προσπαθήσω να σε κερδίσω ξανά; γνωρίζεις πως θα πεθάνω δίχως εσένα; Σήμερα σκέφτηκα μια ζωή μακριά σου,και τα δέκα χρόνια εξορίας από την αγάπη σου, φοβάμαι πολύ μη περάσουν αλλά δέκα χρόνια,μου αξίζει μα φοβάμαι,εάν το θέλεις μην με αγγίζεις γνωρίζω πως εγώ το είπα,εάν θέλεις μην κοιμάσαι μαζί μου,μην ανακατεύεσαι στην ζωή μου,μα να γνωρίζεις πως πέρα από εσένα καμία δεν θα ψάξω,πέρα από εσένα ποτέ δεν θα γελάσω,και την μεριά στο κρεβάτι σου Καμια δεν θα στην κλέψει,καμία εκτός την κόρη μας.
Φιλώντας της το χέρι ανέβηκε κουρασμένα τις σκάλες, αφήνοντας την άφωνη στο κενό.
<< Τζέιμς μου.....