Μία ξινή επίγευση με διακατέχει

20 2 1
                                    

Κενάι

Η μάχη είχε ήδη αρχίσει. Ό, τι φράγμα έξι χιλιάδων σεληνίων είχε ο Ναός των Κιμέιν είχε καταρρεύσει και ακούγαμε όλο και περισσότερους στρατιώτες του Τάγματος της Νυχτερίδας να έρχονται. Ακόμα οι περισσότεροι ήταν στις επάλξεις ενώ λιγότεροι είχαν καταφέρει να περάσουν στους κήπους και τους εξουδετέρωναν οι φύλακες μας.

Όλα αυτά μπορούσα να τα ακούσω τόσο καθαρά, λες και ήμουν εκεί έξω. Τα καλά και κακά του να είσαι ξωτικό. Επίσης μας είχαν κάνει ξόρκι για να μπορούμε να ακούμε μέχρι έξω στην έρημο, σε περίπτωση που χρειαστεί μέχρι και να φυγαδεύσουμε την Έλενεν και τον Νερ.

Ναι, υπήρχαν τέτοιες πιθανότητες. Έπρεπε να κάνουμε ό, τι μπορούσαμε για να παραμείνουν ασφαλείς. Ο Ραΐντο απλά δεν έπρεπε να πάρει την Σπίθα, θα ήταν... καταστροφικό. Αλλά σκεφτόμουν...τι θα συνέβαινε στους φίλους μου αν η Σπίθα ξεριζωνόταν από μέσα τους;

Θα επικρατούσε χάος προφανώς, για τον κόσμο, επειδή η Ορινάρια θα κατέστρεφε τον ίδιο τον ήλιο, αλλά για τον Νερ και την Έλενεν...τι;

Κανείς δεν το είχε διευκρινίσει; Θα ζούσαν; Θα πέθαιναν; Δεν ήξερα, και αυτό με έκανε... νευρικό. Για πρώτη μάλλον φορά στην ζωή μου ήμουν τόσο νευρικός. Όλες μου οι ανασφάλειες είχαν αρχίσει να βγαίνουν.

Τι θα γινόταν αν παραβίαζαν τα ξόρκια στις εισόδους; Και στις εσωτερικές πόρτες; Αν δεν κατάφερνα να προστατεύσω τους φίλους μου; Αν αυτός ο δαίμονας που είχε βασανίσει το μεγαλύτερο ποσοστό των μαγικών πλασμάτων κατάφερνε να πάρει αυτό που ήθελε;

Δεν είχα απάντηση σε τίποτα από αυτά. Ή μάλλον... είχα, αλλά...φοβόμουν ότι αν το σκεφτόμουν ξεκάθαρα ίσως...συνέβαινε.

Όλα αυτά τα σκεφτόμουν όσο στεκόμουν στον κύκλο της αυλής της Έλενεν, της οποίας ήμουν μέρος.

" Τι τρέχει με σένα;"με ρώτησε η Έλενεν τότε, ψιθυριστά, χωρίς να τραβήξει την προσοχή της υπόλοιπης αυλής.

Αυτή από την άλλη δεν φαίνοταν τρομαγμένη, ήταν... γαλήνια, με έναν αποφασιστικό τρόπο. Σαν να στεκόταν και να έλεγε " Τίποτα δεν θα πάει στραβά". Ακόμα κι ο Νερ έμοιαζε να έχει αυτό το ύφος, απ' όσο μπορούσα να καταλάβω αφού κι αυτός ήταν περιτριγυρισμένος από την δική του αυλή, στην άλλη άκρη της αίθουσας.

Απλά δεν καταλάβαινα. Έτσι μάζεψα θάρρος και της ψιθύρισα την ερώτηση μου.

" Πώς και δεν... φοβάσαι, αν πεθάνεις;"την ρώτησα και εκείνη με κοίταξε με τα έντονα καστανά της μάτια, μέσα, στα πράσινα δικά μου.

Ζόνες: Το Ξύπνημα της ΚαμιενέφDonde viven las historias. Descúbrelo ahora