|3

3.7K 265 15
                                    

Είχε νευριάσει. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να βάλει μια μικρή απόσταση μεταξύ τους και να χτυπήσει το χέρι του μακρυά από το στόμα της.

"Πας καλά παιδί μου;" δεν τον έβλεπε αλλά δεν την ένοιαζε, φώναζε μπροστά της όπου μάλλον βρισκόταν εκείνος.

"Μην φωνάζεις ηλιθια!" της ψιθύρισε οργισμένος και την έσπρωξε πάλι στα ράφια, όχι δυνατά όμως. Ένα ωραίο άρωμα έφτασε στην μύτη της και κατάλαβε πως ήταν η κολόνια του.

Με είπε ο μάναρος με τα πράσινα μάτια ηλιθια τώρα μόλις; Βαστάτε Τούρκοι τα άρματα!

Πέταξε το χέρι της στον αέρα και αφού βρήκε το σχοινί που έψαχνε, το τράβηξε δυνατά και η λάμπα του μικρού χώρου άναψε. Μόνο με το φως κατάλαβε πόσο κοντά ήταν, ένα εκατοστό τους χώριζε και δεν υπήρχε άλλος χώρος. Ήταν που ήταν μικρή η αποθήκη, το γεγονός ότι εκείνος ήταν σχεδόν δύο μέτρα και γυμνασμένος, δεν βοηθούσε την κατάσταση.

"Άι στον διάολο βλάκα! Που θα με πεις εμένα ηλιθια! Δεν είπα κάτι την πρώτη φορά αλλά δεν θα το κάνουμε και συνήθεια αυτό που με αρπάζεις, με σπρώχνεις στον τοίχο και μου κλείνεις το στόμα!"

Εκείνος δεν απάντησε και έσβησε απλώς το φως. Η Μυρτώ βρήκε μέσα στο σκοτάδι πάλι το σχοινάκι και το άναψε ξανά. Εκείνος το έσβησε ξανά. Εκείνη το ξανάναψε.

"Άσε το φως ήσυχο!" σχεδόν του φώναξε.

Το έσβησε ξανά εκείνος και της έκλεισε το στόμα για άλλη μια φορά.

"Μπορείς απλώς να το βουλώσεις;!" ψιθύρισε φανερά θυμωμένος στο αυτί της. Η καυτή του ανάσα κοντά στο δέρμα της την έκανε να ανατριχιάσει, αλλά εκείνη προσπάθησε να μην δώσει σημασία.

Μούγκρισε λίγο στο χέρι του ως διαμαρτυρία αλλά τότε άκουσε βήματα έξω από την μικρή αποθήκη.

"Ναι ρε μαλακα αλήθεια σου λέω." ακούστηκαν κάτι παιδιά.

"Δεν το ήξερα, καλά που το είπες." αυτή η φωνή ακούστηκε λίγο πιο μακρυά, κάτι που σημαίνει πως η παρέα είχε απομακρυνθεί.

"Κράτα το στόμα σου και το φως κλειστό, κατάλαβες;" είπε με σφιγμένα δόντια.

Η Μυρτώ γύρισε απότομα το κεφάλι της μακρυά από το χέρι του, προτού ρωτήσει "Τι θέλεις επιτέλους;"

"Ήθελα απλώς να σου πω πως δεν πρέπει να πεις σε κανέναν για εχθές το βράδυ." είπε αφού στήριξε τα χέρια του στο ράφι δίπλα από την κοπέλα, εγκλωβίζοντας την έτσι ανάμεσα στα μπράτσα του.

"Δεν είχα σκοπό να τρέχω γύρω γύρω και να λέω σε όλους πως εχθές το βράδυ περιποιηθηκα έναν σακατη, μην ανησυχείς." είπε ενοχλημένη.

"Όχι και σακάτης." ήταν και ο ίδιος ενοχλημένος και κάθε φορά που μιλούσε, μόνο θυμό άκουγε κανείς μαζί με ενόχληση, ειρωνεία ή αλαζονεία.

"Άναψε το φως και θα σου πω εγώ αν είσαι σακάτης ή όχι. Βάζω στοίχημα πως οι πληγές είναι ακόμη εκεί."

Άναψε το καταραμένο το φως να σε δω επιτέλους. Δεν μου φτάνουν μόνο τα πράσινα μάτια σου στον ύπνο μου ενοχλητικέ μπαμπουίνε...

"Αν ανάψω το φως θα φανεί κάτω από την πόρτα και θα καταλάβουν ότι είμαστε εδώ. Εξάλλου δεν σε αφορά αν οι πληγές μου είναι ακόμα εκεί."

"Φυσικά και με αφορά, ασθενής μου είσαι..." αποκρίθηκε η κοπέλα.

"Δεν είμαι ασθενής σου." ακούστηκε προσβεβλημένος "Εσύ νοσηλεύεις ζώα..."

"Το ίδια λέμε..." δεν συγκρατήθηκε και το είπε.

Ωχχ... Όχι και πολύ έξυπνο εκ μέρους σου Μυρτώ να πεις κάτι τέτοιο...

Μέσα στο σκοτάδι ένιωσε το χέρι του να αρπάζει το σαγόνι της "Συμμαζέψου μικρή, για να μην σε συμμαζέψω εγώ..." ένιωσε την ανάσα του πάνω από το στόμα της και δεν ήξερε ποια θα ήταν η επόμενη του κίνηση.

Πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν περίμενε να την αφήσει και να φύγει σαν αστραπή από την μικρή αποθήκη. Αυτό ακριβώς έκανε όμως και έμεινε η Μυρτώ να κοιτάει το τίποτα στο μαύρο σκοτάδι. Προσπαθούσε να επεξεργαστεί τι είχε συμβεί και μόνο το κουδούνι που σήμανε ότι το μάθημα ξεκινούσε την έβγαλε από τις σκέψεις της.

Άνοιξε λίγο την πόρτα και αφού είδε τους διαδρόμους άδειους, βγήκε από τον στενό χώρο. Τρία βήματα είχε προλάβει όμως να κάνει μόνο πριν ακούσει την φωνή του λυκειάρχη.

"Τι δουλειά είχες εκεί μέσα Παπαστεφάνου;"

Κεντούσα πουλόβερ για μονόκερους, σας κάνει αυτό;

Γύρισε αργά και τον κοίταξε με ένα αμήχανο χαμόγελο "Εεεμ, εεε εγωωω... Και που λέτε εγώ..."

"Ξέρω, ξέρω εσύ. Ξέρω ακριβώς τι κάνετε εκεί μέσα απλώς δεν το περίμενα από εσένα. Είσαι τιμωρία μετά το σχόλασμα, πήγαινε στο μάθημα σου τώρα."

Δεν ήξερε τι να πει. Τι κάναν εκεί μέσα πια που άξιζε να πάρει τιμωρία για αυτό; Δεν ήξερε οπότε δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Κατέβασε απλώς το κεφάλι της και ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες για την τάξη της. Ευτυχώς ο καθηγητής δεν είχε μπει και έτσι μπήκε άνετα στην τάξη και πήγε στην θέση της. Παράτησε την τσάντα της δίπλα της, έβγαλε ένα τετράδιο και περίμενε μέχρι να έρθει η φιλόλογος.

Ένα πράγμα σκεφτόταν όλη την ώρα. Μόλις είχε μπλέξει εξαιτίας εκείνου και κάτι μέσα της έλεγε πως δεν θα ήταν η τελευταία φορά...

Wrong Side Of HeavenWhere stories live. Discover now