Ξύπνησε νιώθοντας το κεφάλι της έτοιμο να σπάσει στα δύο και να βγει ένα μικρό τέρας από μέσα. Πονούσε σε όλο της το σώμα, ενώ άκουγε ένα συνεχόμενο βουητό στα αυτιά της. Άνοιξε τα μάτια της, περιμένοντας να πονέσουν από το έντονο φως του δωματίου στο οποίο βρισκόταν, αντιθέτως όμως, τα άνοιξε και αντίκρισε το απόλυτο σκοτάδι.
Τι έγινε...;
Προσπάθησε να ψάξει στο μυαλό της και να θυμηθεί τα τελευταία γεγονότα και το πως είχε καταλήξει εκεί. Εκεί; Που εκεί; Δεν ήξερε που βρισκόταν...
"Συγγνώμη, δεν ήθελα να σας τρομάξω. Μήπως ξέρετε που είναι το κοντινότερο φαρμακείο;" τη ρώτησε ευγενικά.
Πριν προλάβει να αντιδράσει, ένα χέρι είχε τυλιχτει γύρω από τη μέση της, ενώ ένα πανί κάλυπτε τη μύτη και το στόμα της.
Η Μυρτώ θυμήθηκε εκείνη τη στιγμή τι είχε συμβεί λίγες ώρες πριν και άρχισε αμέσως να πανικοβαλετε.
Με απήγαγαν;
Άρχισε να τραβάει τα χέρια της και τα πόδια της που τα ένιωθε να είναι δεμένα στη καρέκλα που καθόταν. Σε αντίθεση με όλες τις ταινίες, δεν άρχισε να φωνάζει για βοήθεια, καθώς τότε ο απαγωγές θα ήξερε ότι είχε ξυπνήσει.
Η ανάσες της είχαν αρχίσει να γίνονται άνισες, οι παλμοί της να αυξάνονται και οι παλάμες της να ιδρώνουν. Ξαφνικά, άρχισε να ακούγετε ένας περίεργος θόρυβος.
Μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιπ...
Άκουσε τότε μια πόρτα να ανοίγει και το φως που μπήκε στο δωμάτιο τη τύφλωσε για λίγο. Όταν κατάφερε να ανοίξει ξανά τα μάτια της, πρώτο πράγμα που παρατήρησε ήταν ο χωρίς στον οποίο βρισκόταν. Περίμενε να την περιτριγυριζουν μουχλιασμένοι τοίχοι ενός υπογείου ή ενός εγκαταλελειμενου κτηρίου. Αντιθέτως, βρισκόταν σε ένα πανέμορφο υπνοδωμάτιο, με πάτωμα από γυαλιστερό μάρμαρο, ένα τεράστιο κρεβάτι με γούνες και κουβέρτες. Με ένα μεγάλο τζακι και χρυσές κουρτίνες να διακοσμούν το ένα παράθυρο που υπήρχε στο δωμάτιο, από το οποίο όμως δεν έμπαινε καθόλου φως, καθώς ήταν απολύτως σφραγισμένο.
Ύστερα τα μάτια της πήγαν στα σχοινιά που τη κρατούσαν στη καρέκλα και πρόσεξε πως κάτω από το σχοινί, φαινόταν πως οι καρποί της είχαν πληγωθει από τη τριβή.
Τέλος, κοίταξε τους άντρες που στέκονταν μπροστά στη πόρτα. Ήταν δύο άντρες με μαύρα κουστούμια και μικρά ακουστικά στα αυτιά τους, με τα χέρια του ενωμένα μπροστά τους σαν υπακουα στρατιωτάκια. Μπροστά τους, στεκόταν ο ένας και μοναδικός-
YOU ARE READING
Wrong Side Of Heaven
Teen Fiction1ο βιβλίο ' Ήταν σαν να πάλευε η φωτιά με την φωτιά και κάποια στιγμή θα γίνονταν όλα στάχτη γύρω τους... ' Μία ιστορία μίσους και αγάπης, ανάμεσα σε μια κοπέλα που έκρυβε μυστικά και ένα αγόρι που έκρυβε εφιάλτες... Ένα βράδυ συναντήθηκαν τυχαία...