|12

3.4K 275 3
                                    

Δεν ήξερε πως της είχε έρθει στο μυαλό και το έκανε αυτό, αλλά η Μυρτώ βρισκόταν ακόμα στην αγκαλιά του αγριάνθρωπου.

Στην αρχή εκείνος δεν είχε αντιδράσει. Τον είχε νιώσει να σφίγγεται στην επαφή των χεριών της με τον λαιμό του, ύστερα όμως από λίγη ώρα και ο ίδιος άπλωσε διστακτικά τα χέρια του και τα τύλιξε γύρω από την μέση της.

Ήταν και οι δύο βρεγμένοι από την βροχή, ταραγμένοι από τα γεγονότα μα πάνω από όλα κουρασμένοι. Σε αυτήν την αγκαλιά όμως, άφησαν και οι δύο τους να βγει κάτι παραπάνω από απλώς την κούραση εκείνης της νύχτας. Άφησε ο καθένας να βγει οτιδήποτε τον βασάνιζε τον τελευταίο καιρό που δεν είχαν πει σε κανέναν, ή είχαν εκμυστηρευτεί σε ελάχιστα άτομα.

Ένιωθαν και οι δύο την καρδιά του άλλου να χτυπά δυνατά και τις ανάσες τους να είναι ανήσυχες. Εκείνος τραβήχτηκε πρώτος, πολύ αργά. Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της. Τα χείλη τους ήρθαν σε απόσταση αναπνοής. Παρέμεινε ο καθένας μέσα στα χέρια του άλλου και απλώς κοιτιόντουσαν. Τα βλέμματα τους ταξίδευαν από τα μάτια του ενός, στα χείλη του και πάλι πίσω στα μάτια...

Τελικά η Μυρτώ τραβήχτηκε μακρυά του και ξερόβηξε αμήχανα, ενώ ίσιωσε το μπουφάν της επάνω της.

"Είσαι καλά;" ρώτησε με την συνηθισμένη απάθεια του, αλλά μόνο εκείνος μέσα του ήξερε πόσο πολύ είχε ανησυχήσει.

"Νομίζω εγώ έπρεπε να το ρωτάω αυτό..." χαμογέλασε ελάχιστα η κοπέλα και για πρώτη φορά μπροστά της το ίδιο έκανε και εκείνος. Το χαμόγελο του ήταν τόσο μικρό που σχεδόν δεν φάνηκαν τα λακκάκια του, πάντως της χάρισε ένα χαμόγελο. Αυτό μετρούσε...

Γύρισε στην θέση του και κοιτούσε μπροστά στο κενό, το ίδιο έκανε και η Μυρτώ. Υπήρξε ξαφνικά μια αμήχανη σιωπή μεταξύ τους...

Ξεροβηξε η κοπέλα "Καληνύχτα." είπε βιαστικά προτού του γυρίσει την πλάτη και στηριχτεί στην πόρτα για να κοιμηθεί.

Άκουσε τις ασφάλειες στις πόρτες του αμαξιού να κλειδώνουν. "Καληνύχτα." απάντησε και εκείνος κλείνοντας τα μάτια του.

Το ίδιο έκανε και η κοπέλα προσπαθώντας να ξεχάσει την αίσθηση της ανάσας του πάνω από τα χείλη της...

|~|

Περίπου εννιά ώρες μετά, ο Αλέξανδρος ξύπνησε και ένιωσε κάτι να βρίσκεται επάνω του. Ένιωθε όλο του το σώμα πιασμένο και όταν άνοιξε τα μάτια του, δεν ξαφνιάστηκε που είδε μια κοπέλα στο στερνό του, ξαφνιάστηκε όμως από το γεγονός ότι βρισκόταν στο πίσω μέρος του αμαξιού του με αυτή την κοπέλα.

Wrong Side Of HeavenWhere stories live. Discover now