Η ελπίδα

2K 110 6
                                    

«τι περίμενες Δάφνη; ότι θα σας άφηνα στην ησυχία σας;»
Ρωτάει ενώ με πλησιάζει με αργά βήματα. Στραβοκαταπίνω
«Μαρίνα, άφησε το όπλο κάτω, σε παρακαλώ. Ας συζητήσουμε ήρεμα»
«ήθελες τα λεφτά του, έτσι; για αυτό ήθελες να τον παντρευτείς. Έλα, πες το μου! ομολόγησε τα όλα, έτσι κι αλλιώς... ο Ορφέας δεν θα μπορέσει να σε ακούσει ποτέ ξανά»
Η καρδιά μου σταματά να χτυπά στο άκουσμα της τελευταίας της πρόταση
«τι του έκανες;»
«απλά τον ξεφορτώθηκα με τον ίδιο τρόπο που ξεφορτώθηκα τον θείο... και τον πατέρα του»
Το αμάξι. Όχι, θεέ μου όχι!
«τον σκότωσες»
Ψελλίζω νιώθοντας την ανάσα μου να κόβεται. Γαμώτο, δεν μπορώ να αναπνεύσω. Εκείνη γελάει διαβολικά
«αυτός το επέλεξε»
Οι λέξεις της είναι σαν σφαίρες στην καρδιά μου. Πέφτω στα γόνατα μου, νιώθοντας μέσα μου ένα τεράστιο κενό. Όχι, δεν μπορεί να μου τον πήρε. Ο Ορφέας μου... ο έρωτας της ζωής μου, ο πρίγκιπας μου... όχι, δεν μπορώ να το πιστέψω
«γιατί; γιατί μου το έκανες αυτό;»
Λέω καθώς νιώθω τα δάκρυα να ανεβαίνουν με μεγάλη δύναμη στα μάτια μου
«ω, σταμάτα τις κλάψες. Εξάλλου δεν τον αγαπούσες πραγματικά, τα λεφτά του ήθελες. Έτσι δεν είναι;»
«δεν αγαπάμε όλοι με βάση το χρήμα, όπως κάνεις εσύ»
Λέω μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου. Γελάει ειρωνικά
«νομίζεις ότι διαφέρεις από εμένα, έτσι; ε λοιπόν κάνεις λάθος μικρή μου. Μην ξεχνάς ότι ο πατέρας σου παράτησε την μάνα σου για εμένα»
Σφίγγω τις γροθιές μου, προσπαθώντας να ελέγξω τον θυμό μου. Αλλά πραγματικά μου είναι τόσο δύσκολο
«θα μου το πληρώσεις αυτό, το ακούς; ο θάνατος του Ορφέα δεν θα μείνει έτσι. Αυτή την φορά θα φροντίσω εγώ να σε χώσουν στην φυλακή!»
Σχεδόν της φωνάζω, αλλά δεν φαίνεται να καταλαβαίνει τίποτα. Αντιθέτως γελάει ξανά ειρωνικά
«κοίτα με πως τρέμω! είσαι τρελή μικρή; πίστευες ότι θα σκότωνα τον Ορφέα και θα άφηνα εσένα; για τόσο αφελή με έχεις;»
Θα με σκοτώσει; μα φυσικά και θα με σκοτώσει, τι περίμενα; όσο ζω είμαι απειλή για αυτήν. Που να πάρει η οργή! που είσαι Ορφέα; που είσαι τώρα που σε χρειάζομαι πραγματικά αγάπη μου; Ξαφνικά την βλέπω να βγάζει το τηλέφωνο από την τσάντα της
«σε λιγότερο από πέντε λεπτά... αυτό το σπίτι θα έχει γίνει καπνός, μαζί του και εσύ»
«τι έκανες;»
Ρωτάω σχεδόν σοκαρισμένη. Εκείνη γελάει ενώ παράλληλα κάνει μερικά βήματα πίσω
«δώσε χαιρετισμούς στον γιο μου Δάφνη»
Λέει καθώς ανοίγει την πόρτα και μετά βγαίνει από το σπίτι. Τι στο διάολο; Αμέσως τρέχω από πίσω της και προσπαθώ να ανοίξω, αλλά είναι κλειδωμένη. Πότε πρόλαβε;
«άνοιξε!»
Της φωνάζω ενώ χτυπάω το ξύλο με την γροθιά μου. Δεν πρόκειται να το κάνει. Ω να πάρει, πρέπει κάπως να ξεφύγω από εδώ μέσα. Κοιτάζω τριγύρω, ώσπου καταλήγω στο παράθυρο του σαλονιού. Μόλις κάνω να το ανοίξω, ακούγεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος, σαν πυροβολισμός. Τι στο καλό έγινε τώρα; Προς μεγάλο μου σοκ, ακούω την πόρτα του σπιτιού να ανοίγει. Αμέσως γυρίζω από την άλλη για να δω τον Ορφέα να μπαίνει μέσα. Δεν το πιστεύω!
«Ορφέα!»
Φωνάζω ενώ τρέχω προς το μέρος του για να χωθώ στην αγκαλιά του
«ηρέμησε μωρό μου, ηρέμησε. Όλα τελείωσαν, ηρέμησε»
Λέει καθησυχαστικά πάνω στα μαλλιά μου
«νόμιζα... νόμιζα πως σε σκότωσε. Ορφέα...»
Προσπαθώ να μιλήσω, αλλά μου είναι τόσο δύσκολο. Η ανάσα μου έχει κοπεί, η αδρεναλίνη, ο φόβος, η ανακούφιση, όλα αυτά μαζί δημιουργούν έναν περίεργο συνδυασμό μέσα μου
«σου το είπα, δεν πρόκειται να μου συμβεί τίποτα. Είμαστε σαν αλυσίδα, θυμάσαι;»
Λέει καθώς παίρνει το πρόσωπο μου στις παλάμες του
«πως σώθηκες;»
Ρωτάω και τον παρακολουθώ να γλύφει κάπως νευρικά τα χείλη του
«είχα μια μικρή βοήθεια»
Κατσουφιάζω
«τι βοήθεια;»
Ρωτάω, νιώθοντας την περιέργεια να με κατακλύζει
«έλα μαζί μου»
Λέει καθώς με πιάνει από το χέρι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν θέλω να τον ακολουθήσω
«έλα»
Επιμένει και ουσιαστικά με τραβάει έξω από το σπίτι. Αυτό που αντικρίζουν τα μάτια μου είναι απίστευτο
«εσύ;»
Είναι το μοναδικό πράγμα που μου έρχεται να ρωτήσω
«εγώ»
Αποκρίνεται έχοντας ένα δειλό χαμόγελο στα χείλη του. Σιγά σιγά αφήνω το χέρι του Ορφέα και τον πλησιάζω. Μου φαίνεται σαν ψέμματα το ότι είναι εδώ. Το πρόσωπο του εχει πολλές ρυτίδες, και τα μάτια του φαίνονται τόσο κουρασμένα. Όχι σωματικά, αλλά ψυχικά
«εσύ τον βοήθησες;»
Ρωτάω σχεδόν ψιθυριστά. Το βλέμμα του χαμηλώνει στο έδαφος
«έπρεπε να το κάνω, σου το χρωστούσα Δάφνη»
Ακούγεται πραγματικά θλιμμένος. Γαμώτο, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Δεν ξέρω αν πρέπει να του φωνάξω για όλα αυτά που μας έκανε, η αν πρέπει να τον αγκαλιάσω. Δεν ξέρω τίποτα πια. Ξαφνικά ακούγονται σειρήνες περιπολικού
«που είναι η Μαρίνα;»
Ρωτάω αλλά ο πατέρας μου συνεχίζει να μην με κοιτάζει. Το βλέμμα μου στρέφεται στον Ορφέα, ο οποίος με κοιτάζει εντελώς ανέκφραστος
«είναι ήδη στον δρόμο για το νοσοκομείο»
Νομίζω πως έχω αρχίσει να καταλαβαίνω. Η σφαίρα που ακούστηκε ήταν για την Μαρίνα λοιπόν, και από ότι κατάλαβα... μάλλον ο πατέρας μου ήταν αυτός που την χτύπησε. Στρέφω το βλέμμα μου ξανά στο πρόσωπο του, νιώθοντας πως έχω ανακτήσει τον αυτοέλεγχο μου
«πρέπει να φύγεις»
Λέω και τα καστανά του μάτια υψώνονται στα δικά μου
«δεν με θέλεις κοντά σου;»
«αν μείνεις εδώ θα σε πιάσουν. Φύγε όσο προλαβαίνεις»
Λέω και προς έκπληξη μου μου χαμογελάει στοργικά
«όχι Δάφνη, τελείωσε το κυνηγητό. Καιρός να αναλάβω τις ευθύνες μου»
Οι σειρήνες ακούγονται όλο και πιο έντονα τώρα. Πλησιάζουν που να πάρει!
«δεν θέλω να μπεις στην φυλακή»
Του ξεστομίζω την πρώτη πρόταση που μου έρχεται στο μυαλό. Δεν θέλω να τον πιάσουν, καλύτερα να φύγει, ξέρει πως να το κάνει. Τον παρακολουθώ να με πλησιάζει προσεκτικά, σαν να φοβάται μήπως το σκάσω. Σηκώνει διστακτικά το χέρι για να το ακουμπήσει τρυφερά στο μάγουλο μοιυ. Αυτόματα κλείνω σφιχτά τα μάτια καθώς νιώθω το δέρμα του πάνω στο δικό μου
«αυτό μου αξίζει κορίτσι μου. Έκανα τρομερά λάθη, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για να πληρώσεις»
Αμέσως ανοίγω τα μάτια για να αντικρίσω το πρόσωπο του. Με κοιτάζει όπως ένας πατέρας που λατρεύει το παιδί του. Πόσα χρόνια το επιθυμούσα αυτό. Τα περιπολικά σταματάνε έξω από το σπίτι μας και οι αστυνομικοί έρχονται προς το μέρος μας για να περάσουν τις χειροπέδες στα χέρια του πατέρα μου
«συγχώρεσε με»
Αυτή είναι η τελευταία του κουβέντα πριν τον πάρουν στο περιπολικό και εξαφανιστούν. Χωρίς να το καταλάβω, τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τι αισθάνομαι για την επιστροφή αυτού του ανθρώπου. Ο Ορφέας τυλίγει τα χέρια του γύρω μου, τραβώντας με στην αγκαλιά του
«ηρέμησε»
Ψιθυρίζει και με φιλάει στον κρόταφο. Αυτός ο άνθρωπος που αποκαλούσα κάποτε πατέρα μου... αυτόν τον άνθρωπο τον μίσησα περισσότερο από οποιονδήποτε. Νόμιζα ότι δεν νοιάζεται για την ύπαρξη μου, και τώρα... μετά από αυτή του την πράξη να προστατέψει τον Ορφέα... χρειάζομαι χρόνο για να σκεφτώ, να το επεξεργαστώ. Αισθάνομαι συντετριμμένη... και τόσο φοβισμένη. Αλλά η ελπίδα πάντα βρίσκει μια μικρή γωνιά για να φωλιάσει στις καρδιές των ανθρώπων.

Έρωτας & ΤιμωρίαWhere stories live. Discover now