Μυστικά και Ψέμματα

3.3K 193 9
                                    

Μετά από μια ώρα με πηγαίνει στο σπίτι μου. Η διαδρομή μας ήταν αρκετά σιωπηλή, αλλά και άβολη θα έλεγα. Σταματάει το αμάξι και το σβήνει. Σαστίζω από την κίνηση του, αλλά δεν λέω κάτι
«πέρασες καλά;»
Αυθόρμητα μου ξεφεύγει ένα μικρό γελάκι
«ανέλπιστα καλά»
Και αυτή είναι η αλήθεια! Είχα χρόνια να περάσω τόσο όμορφα, πόσο μάλλον με έναν άντρα
«κοίτα, δεν θέλω να παρεξηγήσεις την κίνηση μου. Αυτό το δείπνο ήταν καθαρά επαγγελματικό, και δεν θα ξαναγίνει»
Μένω με το στόμα ανοιχτό
«μα, δεν ήλπιζα σε κάτι... άλλο»
Είναι το αφεντικό μου που να πάρει! Και να θέλω, δεν μπορώ να τον δω ερωτικά. Οκέι, είναι όμορφος, έξυπνος, γοητευτικός, αλλά όχι! δεν πρόκειται να τον φλερτάρω
«απλώς θέλω να σου ξεκαθαρίσω την θέση μου. Δεν θέλω να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις ανάμεσα μας»
Λέει και γνέφω καταφατικά
«συμφωνώ σε όσα λες»
Εκείνος ξεφυσάει, φανερά ανακουφισμένος από τα λόγια μου
«ωραία, χαίρομαι που το λύσαμε»
«εμ, και εγώ»
Έχω αρχίσει να αισθάνομαι κάπως... περίεργα. Και το ύφος του δεν βοηθάει την κατάσταση. Καλύτερα να φεύγω
«τέλος πάντων, σε ευχαριστώ για το δείπνο. Καλό βράδυ»
Λέω ενώ βγαίνω από το αυτοκίνητο του. Βαδίζω προς την είσοδο του σπιτιού και μόλις μπω μέσα, ακούω τον βομβό του αμαξιού του καθώς απομακρύνεται. Τι ανακούφιση! Κατευθύνομαι προς το σαλόνι, αλλά τα βήματα μου σταματάνε απότομα καθώς την βλέπω να κάθεται στην πολυθρόνα
«αμάν ρε μαμά, μου έκοψες το αίμα!»
Λέω καθώς τοποθετώ το χέρι στην καρδιά μου που χτυπάει σαν τρελή. Τι κάνει τέτοια ώρα ξύπνια;
«που ήσουν; γιατί άργησες τόσο πολύ; και γιατί δεν σηκώνεις το τηλέφωνο σου;»
Όπα! πολλές ερωτήσεις, και εγώ δεν είμαι σε θέση να τις απαντήσω. Φαίνεται αυτό το κρασί που διάλεξε με πείραξε
«ένα ένα μαμά»
«γιατί δεν σηκώνεις το τηλέφωνο σου;»
Αμέσως βγάζω την συσκευή μου από την τσάντα για να την ανοίξω. Αλλά προς έκπληξη μου είναι κλειστή. Να πάρει, αυτό το χαζοπράγμα έχει χαλάσει για τα καλά
«μάλλον θα χρειαστώ καινούργιο κινητό»
«που ήσουν;»
Στριφογυρίζω τα μάτια μου
«αμάν ρε μαμά. Είκοσι έξι χρονών γαϊδούρα είμαι. Μπορεί να βγήκα με παρέα, μπορεί να βγήκα με κάποιον, τι σημασία έχει;»
«απλώς θέλω να ξέρω»
Αυτή η επιμονή της πάντα!
«ωραία, βγήκα έξω με το καινούργιο μου αφεντικό, ικανοποιημένη;»
Λέω και τα φρύδια της σμίγουν
«με το καινούργιο σου αφεντικό;»
«ναι, με αυτόν»
Αποκρίνομαι
«και... πως τον λένε αυτό;»
Ναι, ξέχασα να της δώσω λεπτομέρειες για τα άτομα με τα οποία εργάζομαι. Παίρνω μια βαθιά ανάσα
«τον λένε Ορφέα Κυριαζή»
Τα μάτια της γουρλώνουν από το σοκ καθώς ακούει το όνομα του
«ο ποιος;»
Ρωτάει ενώ πετάγεται από την θέση της. Με προβληματίζει η συμπεριφορά της
«τι δουλειά έχεις εσύ με αυτόν; πως τον γνώρισες;»
Ορίστε;
«τι εννοείς πως τον γνώρισα;»
Λέω αφήνοντας παράλληλα ένα μικρό γελάκι να μου ξεφύγει. Αλλά εκείνη την στιγμή συνειδητοποιώ κάτι απίστευτο
«συγγνώμη, εσύ που τον ξέρεις;»
Τι διάολο συμβαίνει εδώ;
«εγώ; δεν τον ξέρω, απλώς... τον έχω ακουστά»
Και τώρα φυσικά προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό της
«μαμά, λέγε. Κάτι ξέρεις»
«δεν ξέρω τίποτα!»
Επιμένει λίγο πιο φωναχτά αυτή την φορά. Την κοιτάζω έκπληκτη για μερικά λεπτά, προσπαθώντας να επεξεργαστώ τα λόγια της. Κάτι ξέρει, δεν μου το βγάζει από το μυαλό. Αλλά θα καταφέρω να της αποσπάσω κάποιες πληροφορίες, σίγουρα!
«πολύ καλά. Καληνύχτα μαμά»
Λέω με υπεροπτικό ύφος καθώς κάνω μεταβολή για να πάω στο δωμάτιο μου. Πολύ περίεργη η αποψινή βραδιά.

Έρωτας & ΤιμωρίαWhere stories live. Discover now