Κεφάλαιο 64: Όλα είναι «ξεκάθαρα» .

778 47 2
                                    

«Ξύπνα αγάπη μου, η νύχτα τέλειωσε τ' αστέρια χάθηκαν. Πρέπει να φύγεις...» μια βαριά και πάρα πολύ παράφωνη φωνή με βγάζει με απότομο τρόπο από τον κόσμο των ονείρων στον οποίο βυθίστηκα εδώ και κάμποσες (μπορεί) ώρες. «Τα δύο τριαντάφυλλα που ήταν πλάι μας κι αυτά μαράθηκαν. Πρέπει να φύγεις...» λες και δεν κοιμάται άνθρωπος μέσα σε αυτό το δωμάτιο, ο απρόσκλητος επισκέπτης μου συνεχίζει να τραγουδάει μέσα στην τρελή χαρά. Δεν θυμάμαι να είπα σε κανέναν να έρθει να με ξυπνήσει. Με το νυσταγμένο μου μυαλό προσπαθώ να σκεφτώ ποιος μπορεί να είναι από τους φίλους μου αλλά η τόση παραφωνία με μπερδεύει. Ο Αντρέας ως μουσικός τραγουδάει καλά, ο Ερμογένης τουλάχιστον μπορεί να πετύχει κάποιες νότες και ο Αχιλλέας για να τραγουδήσει πρέπει να έχει μεθύσει πολύ, κάτι που δεν νομίζω να έχει γίνει. Με το ζόρι ανοίγω το ένα μου μάτι και προσπαθώ να συνηθίσω το έντονο φως που μπαίνει στο δωμάτιο. Θυμάμαι πολύ καλά ότι έκλεισα τις κουρτίνες πριν πέσω για ύπνο. Ποιος με βασανίζει πρωί πρωί; Μόλις καταφέρνω να εστιάσω κάπου βλέπω κάτι τεράστιες πλάτες να βρίσκονται λίγα μέτρα μακριά μου και συγκεκριμένα στην είσοδο της βεράντας. Για να βεβαιωθώ πλήρως πως βλέπω σωστά ανοίγω και το δεύτερο μου μάτι και συνεχίζω να βλέπω αυτές τις πλάτες που δεν μπορούν να ανήκουν σε κάποιον άλλον εκτός από τον Πωλ. Κάθεται στο τραπεζάκι της βεράντας και τρώει ξέγνοιαστος το πρωινό του, τραγουδώντας υπερβολικά χαρούμενος. Ποιος άλλος θα ήταν ο βασανιστής μου;! «Μια ηλιαχτίδα σου χαϊδεύει τα μαλλιά. Πρέπει να φύγεις, θα μας βρούνε αγκαλιά...» με γεμάτο στόμα αυτή τη φορά λέει τους επόμενους στίχους και χωρίς να το καταλάβω αφήνω ένα επιφώνημα αγανάκτησης. Που βρίσκει όλη αυτή την χαρά θα ήθελα να ήξερα, ενώ μέχρι πριν κάτι ώρες βογκούσε από τον πόνο όταν εγώ και ο Πέτρος του περιποιούμασταν τις πληγές του; Το τι βρομόλογα άκουσα δεν περιγράφεται. Αν πήγαινα μια βόλτα στο λιμάνι πιο κόσμια θα άκουγα τους εργάτες να μιλάνε. Αν ήξερα ότι λίγες ώρες αργότερα θα τον έχω να μου γκαρίζει δεν θα του έδινα κανένα παυσίπονο.

«Γύρνα στο δωμάτιο σου Πωλ και δεν θα μας βρει κανένας αγκαλιά» μουγκρίζω και αλλάζω πλευρό μπας και καταφέρω να κοιμηθώ ξανά. Αναπολώ τις μέρες που έπεφτα για ύπνο χωρίς τίποτα να ταλανίζει το μυαλό μου. Πρέπει να ήμουν πέντε χρονών τη τελευταία φορά που κατάφερα να κοιμηθώ ήρεμη.

«Ξύπνα αγάπη μου, η νύχτα τέλειωσε τ' αστέρια χάθηκαν. Πρέπει να φύγεις...» συνεχίζει ακάθεκτος και από καθαρά αντανακλαστικά του ρίχνω ό,τι βρω μπροστά μου. Στην προκειμένη περίπτωση για καλή του τύχη είναι ένα ωραίο αφράτο μαξιλάρι.

The LegacyDonde viven las historias. Descúbrelo ahora