* «Άγγελε μου, με ακούς;» η δυνατή μουσική, ο καπνός από τα τσιγάρα και η φωνή του Ορέστη είναι τα πρώτα πράγματα που αντιλαμβάνομαι. Το κεφάλι μου είναι έτοιμο να σπάσει και ζαλίζομαι αφάνταστα αλλά για έναν περίεργο λόγο το χαμόγελο δεν λέει να φύγει από τα χείλη μου.
«Όσο μπορώ ναι» απαντάω και πιάνομαι από πάνω του. Η αίσθηση του στιβαρού κορμιού του πάνω μου με κάνει να αναστενάξω. «Είσαι τόσο όμορφος. Σε θέλω!» ψιθυρίζω στο αυτί του και νιώθω όλο του το κορμί να σκληραίνει και να διογκώνεται από κάτω μου. Πότε προλαβαίνει να γυμναστεί και έχει φτιάξει τέτοιο κορμί;
«Μετά εμένα λες αχόρταγο» απαντάει προσπαθώντας να δείξει χαλαρός αλλά καταλαβαίνω από τον τόνο της χροιάς του ότι χαμογελάει ικανοποιημένος. Αλίσια έχεις πιει αρκετά πιστεύω πρέπει να κλείσεις το στόμα σου και να σταματήσεις να λες χαζομάρες! Ένα λογικό μέρος του εαυτού μου ακόμα υπάρχει και προσπαθεί να μου δώσει τις κατάλληλες συμβουλές. Απομακρύνω το πρόσωπο μου που τόση ώρα το είχα θαμμένο στον λαιμό του και τον κοιτάζω στα μάτια. Δαγκώνω με τόση ένταση τα χείλη μου που τα νιώθω να ματώνουν. Μην πεις ότι τον αγαπάς. Μην πεις ότι τον αγαπάς. Μην πεις ότι τον αγαπάς. Τα μάτια του σαρώνουν όλο το πρόσωπο μου και μένουν για πολύ ώρα στα χείλη μου. Καταλαβαίνει άραγε πόσα θέλω να του πω αλλά κρατιέμαι; Με αργές κινήσεις φέρνω το πρόσωπο μου δίπλα από το δικό του και τον φιλάω τρυφερά στο μάγουλο. Τόσο αγνή είναι η αγάπη μου για αυτόν. Τα πόδια μου για ένα περίεργο λόγο δεν με κρατάνε και χάνω την ισορροπία μου. Τι στο καλό μου συμβαίνει; «Κωστάντζα μπορείς σε παρακαλώ να μου δώσεις το σακάκι σου; Αύριο θα φροντίσω να σε περιμένουν είκοσι -αν θες και παραπάνω- παρόμοια στο δωμάτιο σου αλλά αυτή τη στιγμή χρειάζομαι επείγον το σακάκι σου» ο Ορέστης μιλάει κρατώντας με δυνατά πάνω του. Το σακάκι της γυναίκας τι το θέλει καλέ;
«Φυσικά γλυκέ μου, αλλά μην τολμήσεις να ξοδευτείς» απαντάει χαρούμενα η Κωστάντζα και δίνει το σακάκι του ταγέρ της στον Ορέστη. Νομίζει πως κρυώνω; Τον γλυκό μου.. Με γρήγορες κινήσεις τυλίγει το σακάκι γύρω από την μέση μου και με φυσικότητα με σηκώνει πάνω του .
«Τι κάνεις;» ρωτάω έκπληκτη αφού αρχίζει να σπρώχνει κόσμο με εμένα στα χέρια του.
«Μάρτυς μου ο Θεός αν σε ξανά αφήσω να βγεις με τόσο κοντό φόρεμα έξω» λέει και παράλληλα γρυλίζει σε όποιον γυρίζει να με δει. *
BẠN ĐANG ĐỌC
The Legacy
Lãng mạnΈνας ξαφνικός θάνατος, μια αναπάντεχη κληρονομιά και μια απρόσμενη γνωριμία. Η Αλίσια μετά τον ξαφνικό θάνατο το θείου της καλείται χωρίς να το περιμένει να διαχειριστεί μια τεραστια περιουσια. Απαράβατοι οροι έρχονται να καθορίσουν την ζωή της, αλλ...