Κεφάλαιο 38: Σκέτη παράνοια.

905 81 76
                                    

Οι πληροφορίες των τελευταίων λεπτών αρχίζουν να παίρνουν μορφή στο μυαλό μου και μέχρι να συνειδητοποιήσω όσο μπορώ την κατάσταση βρίσκομαι σοκαρισμένη στη θέση μου. Είμαι απόλυτα βέβαιη πως τα τελευταία λόγια του Αντρέα με ενημέρωναν πως με λήστεψαν. Εγώ έπεσα θύμα ληστείας; Πριν καλά καλά μπορέσω να ρωτήσω περισσότερα και να βεβαιωθώ πως όντως άκουσα σωστά, εμφανίστηκε ο Ορέστης ουρλιάζοντας το όνομα μου και αμέσως μετά κυριολεκτικά γκρέμισε την πόρτα που βρισκόταν μπροστά του. Έκπληκτη κοιτάζω το πρόσωπο του που ακόμα έχει αυτή την θανατηφόρα έκφραση. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει άγρια και παρόλη την απόσταση που έχουμε βλέπω τα μάτια του να έχουν πάρει αυτό το βαθύ μπλε της θάλασσας λίγο πριν αρχίσει η τρικυμία. Έχω δει πολλές πτυχές του χαρακτήρα του αλλά την συγκεκριμένη ποτέ ξανά. Παρατηρώ επίσης πως στο δεξί του χέρι κρατάει το κινητό του και από τις άσπρες του αρθρώσεις περιμένω από λεπτό σε λεπτό να ακούσω το κινητό να γίνεται θρύψαλα. Αποκλείεται αυτή η συμπεριφορά να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν του απάντησα το τηλέφωνο έτσι δεν είναι; Είπαμε είναι παράλογος ώρες ώρες αλλά όχι και τόσο. Τι έγινε μέσα σε λίγες ώρες και εμφανίζεται έτσι μπροστά μου; «Πες μου ένα γαμημένο λόγο που βρίσκεσαι κλειδωμένη εδώ μέσα και πεσμένη κάτω στο πάτωμα και δεν απαντάς ούτε το ρημάδι το τηλέφωνο σου» σφυρίζει μέσα από τα δόντια του καθώς έρχεται προς το μέρος μου και μαζεύομε ακόμα περισσότερο στην θέση μου. Έχουμε που έχουμε μια διαφορά ύψους τώρα που βρίσκομαι στο πάτωμα και αυτός ακριβώς από πάνω μου φαίνεται τεράστιος και τρομαχτικός.

«Μικρέ το κορίτσι όπως βλέπεις είναι καλά, για ηρέμησε λίγο» στο οπτικό μου πεδίο μπαίνει και ο Πωλ που απ' ότι φαίνεται προσπαθεί να επαναφέρει τον Ορέστη που ξέρουμε ξανά στην επιφάνεια. Αν πω ότι δεν έχω τρομάξει θα είναι ψέμα.

«Σαν τον χάρο είσαστε και οι δυο από πάνω της. Για μετακινηθείτε λίγο, την έχετε τρομάξει» λέει η Άρια σπρώχνοντας τους μακριά μου. Φυσικά δεν καταφέρνει τίποτα μιας και ο Ορέστης με τον Πωλ είναι και οι δυο σαν τα βουνά. Ούτε ολόκληρο το πανεπιστήμιο δεν θα μπορούσε να τους μετακινήσει αν οι ίδιοι δεν το ήθελαν. Το βλέμμα μου πέφτει πάνω στον Αντρέα που με κοιτάζει με ένα στεναχωρημένο ύφος. Όντως τώρα με λήστεψαν; Χωρίς να το καταλάβω δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν από τα μάτια μου και κρύβω το πρόσωπο μου ανάμεσα στις παλάμες μου. Κανονικά θα έπρεπε να το αντιμετωπίσω πιο ψύχραιμα αλλά ο τρόπος που το έμαθα αλλά και ο ανεξήγητος θυμός του Ορέστη με βομβάρδισαν με πολύ έντονα συναισθήματα.

The LegacyDonde viven las historias. Descúbrelo ahora