05

144 13 0
                                    


Ένα ρητό λέει να μην φοβάσαι τον θάνατο, μονάχα το πως θα έρθει. Επώδυνα ή γαλήνεια; Αν μου έκανε κάποιος αυτή την ερώτηση θα απαντούσα το δεύτερο. Δεν μπορώ να με φανταστώ να σφαδάζω στον πόνο ενώ πεθαίνω. Προτιμώ να με βρουν νεκρή πάνω στο κρεβάτι μου, όταν θα κοιμάμαι. Προτιμώ να κάνω την υπέρβαση όσο πιο ήπια γίνεται. Όπως τώρα. Μόνο που τώρα κάτι δεν κολλάει. Πως γίνεται να είμαι νεκρή όταν αισθάνομαι ακόμα το οξυγόνο που γλιστρά στα πνευμόνια μου; Πως είναι δυνατόν να γεύομαι ακόμα την ξινίλα στην γλώσσα μου; Εάν δεν είμαι στον παράδεισο, τότε που είμαι;

Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια φοβάμαι. Φοβάμαι να ανοίξω τα μάτια. Τι θα αντικρίσω άραγε; Ή το πιο σημαντικό, μπορώ πια να ανοίξω τα μάτια μου;

Ένας περίεργος ήχος τριβελίζει τα αυτιά μου.

Μπιμ...μπιμ...μπιπ...

Δεν θέλω να ξυπνήσω, δεν μπορώ, όχι ακόμη.

Ο ήχος γίνεται όλο και εντονότερος, με μεγαλύτερη συχνότητα. Τα βλέφαρά μου τρεμοπαίζουν ανάμεσα στο εκτυφλωτικό φως.

Στέκομαι ακριβώς στην μέση. Πάνω στην διαχωριστική γραμμή. Με το ένα πόδι πατάω στην κόλαση και με το άλλο στην προηγούμενη ζωή μου. Η πύλη που έχει ανοίξει είναι σαν μια δεύτερη ευκαιρία. Δε θα την αφήσω να πάει χαμένη. Έτσι, με ένα σάλτο εγκαταλείπω τις ροδέλες φωτιάς και τους δαίμονες πίσω μου.

Αντίο...

Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. Όλα είναι θολά, μη αναγνωρίσιμα. Η εικόνα, σαν κακοτραβηγμένη φωτογραφία, κουνιέται πέρα δώθε χωρίς να μου επιτρέπει να εστιάσω κάπου.

Ανοιγοκλείνω αρκετές φορές τα βλέφαρα έως ότου το σκηνικό αρχίσει να καθαρίζει σαν αραιή ομίχλη. Με έχουν ξαπλώσει σε ένα μονό βαρύ κρεβάτι με ανοιχτόχρωμα σεντόνια. Δεν είμαι μόνη στο δωμάτιο. Παρατηρώ άλλα δύο παρόμοια κρεβάτια στον απέναντι τοίχο, όλα κατειλημμένα. Δίπλα μου ένα μηχάνημα με γραμμές που κινούνται πάνω κάτω. Το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου μου καλύπτεται από μια μάσκα.

Ώπα, τι;

Πεταρίζω τις μακριές μου βλεφαρίδες και στριφογυρίζω τα μάτια σε όλο το δωμάτιο. Που στο καλό βρίσκομαι;

«Μαμά;», προσπαθώ να μιλήσω αλλά αντί για αυτό ένα βήξιμο ελευθερώνεται απ' τον λαιμό μου.

Στο λεπτό η μαμά στέκεται πλάι μου. Μου πιάνει το χέρι με τις δυο της παλάμες και το φέρνει στα χείλη της. «Εδώ είμαι γλυκιά μου. Ηρέμησε τώρα». Αν και ο τρόπος που το λέει θα έπρεπε να με καθησυχάσει το τρέμουλο στη φωνή της την προδίδει.

Απ' το φαρμάκι βγαίνει αγάπηWhere stories live. Discover now