29

75 7 0
                                    


Το ταξίδι ήταν μαρτύριο. Δεν πίστευα πως θα ζαλιζόμουν τόσο πολύ μες στο πλοίο.Ήταν λες κι ολόκληρος ο κόσμος μού ερχόταν ανάποδα. Ένιωσα καλύτερα όταν πήραμε το τρένο για να γυρίσουμε σπίτι.

Όμως τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την άνεση και την ζεστασιά του ονειρικού μου κρεβατιού. Οριζοντιομένη κάτω απ'τα σκεπάσματα κάνω μερικούς υπολογισμούς με το μυαλό μου εωσότου να με πάρει ο ύπνος.

Η Ρίτα θα επιστρέψει αύριο με το αεροπλάνο των έξι και μισή το απόγευμα, μιλήσαμε στο τρένο. Ο Μίλτος δεν ξέρω ακόμα μα υποθέτω σε λιγότερο από μια βδομάδα από σήμερα.

Αφού στέλνω μηνύματα και στους δύο ενημερώνοντας πως έφτασα σπίτι, αφήνω την σκέψη μου να ανατρέξει λιγάκι στην Ιαλυσό και συγκεκριμένα στο αγόρι.

Δεν τον είχα ξαναδεί από εκείνη την μοιραία νύχτα. Όχι ότι πήγα πάλι στο μπαρ αλλά ήταν λες και χάθηκε από προσώπου γης.Τις άπειρες φορές που καθόμουν κολλημένη στο παράθυρο του δωματίου μου δεν πρόσεξα καμιά περίεργη κίνηση. Αν όντως με παρακολουθούσε δεν θα έπρεπε να με έχει από κοντά; Αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι αν η αποστολή του έχει τελειώσει ή αν είναι πραγματικά τόσο καλός στην δουλειά του που δεν αφήνει ούτε ίχνος πίσω.

Εντελώς αντανακλαστικά σηκώνομαι και πετώ τα σεντόνια από πάνω μου. Βαδίζω ως το παράθυρο, τραβώ την κουρτίνα και καρφώνω την ματιά μου έξω, στον δρόμο. Τα γκρίζα σύννεφα σκεπάζουν τον ήλιο απειλώντας για νεροποντή. Πράγματι, μικρές σταγόνες βροχής σκάνε μελωδικά στο τζάμι στον ρυθμό της μουσικής κλίμακας. Τα σπίτια δημιουργούν παράξενες σκιές στα πεζοδρόμια και μερικά ξερά κλαδιά των γύρω δέντρων λικνίζονται αυθαίρετα στο φύσημα ενός αδύναμου Μαΐστρου.

Αν και ξέρω πως γίνομαι παρανοϊκή στυλώνω το βλέμμα στα πιο σκοτεινά σημεία του δρόμου.

Λες...ξεροκαταπίνω στην σκέψη. Λες να είναι εδώ τώρα...;

Πισωπατώ μερικά βήματα και χαστουκίζω τον ευατό μου.

«Ξύπνα,Θάλεια. Δεν είσαι τρελή. Ξύπνα!», λέω δυνατά.

Ξάφνου η προσπάθεια μου να ηρεμήσω τον ευατό μου κάνει χειρότερα τα πράγματα. Ένα ποτάμι σκέψεων και συλλογισμών ορμά καθηλωτικά μες στο νου μου και δεν μου επιτρέπει να δω καθάρα πλέον.

Τι θέλει από μένα επιτέλους; Γιατί εμένα;Τι του έχω κάνει; Γιατί με παρακολουθεί;Γιατί με φίλησε; Γιατί προσποιήθηκε πως ενδιαφέρεται για μένα;

Άπειρα ερωτήματα, άπειρα γιατί, στα οποία κανένας δεν μπορεί να απαντήσει.

Αποφασίζω να ρίξω μια κλεφτή ματιά έξω προτού τρελαθώ απ' την αγωνία. Περπατώ με τρεμάμενα πόδια μέχρι το πλαίσιο του παραθύρου και δίνω προσοχή σε κάθε σκιώδη φιγούρα του πεζοδρομίου. Όλα φαίνονται ασυνήθιστα... ήσυχα. Δεν κουνιέται ούτε φύλλο κι οι δρόμοι είναι άδειοι. Ξαφνικά, κάτι κινείται στο απέναντι σπίτι.

Στενεύω το βλέμμα προσπαθώντας να προσεγγίσω το συγκεκριμένο αντικείμενο. Και μετά...κινείται ξανά. Αν και το γκριζόμαυρο χρώμα του ουρανού και η καταρακτώδης ομιχλώδης βροχή εμποδίζουν τα μάτια μου να ξεχωρίσουν την μορφή, με κάποιον τρόπο... τον βλέπω! Είναι ένας άντρας!Ένας άντρας με μαύρη κουκούλα, σκουρόχρωμη φορεσιά και μαύρα παππούτσια.

Το αίμα μου παγώνει στο δευτερόλεπτο.Κάθεται με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας και το βλέμμα στραμένο καταπάνω μου. Αδυνατώ τον αναγνωρίσω αλλά μια φωνούλα σε μια γωνίτσα του μυαλού μου κραυγάζει και βρυχάται.

«Αυτός είναι! Το αγόρι απ' την παραλία. Αυτός που σε φίλησε. Είναι αυτός!».

Δεν περιμένω επιβεβαίωση, τρέχω στο κρεβάτι και κουκουλώνομαι κάτω απ' τα σεντόνια.Σκεπάζω και το κεφάλι μου. Τα δάκρυα κυλούν ζεστά επάνω στα μάγουλά μου ως τις άκρες της μύτης μου. Φέρνω τα γόνατα στο στήθος και γίνομαι ένα σφιχτό κουβάρι.

Έχω φοβηθεί τόσο πολύ ώστε μου παίρνει πολλή ώρα για να συνέλθω. Παρ' όλα αυτά, αυτή η σκέψη που έχει ριζώσει μες στο νου μου είναι ίσως η πιο τρομακτική.

Κι αν... κι αν θέλει να με... σκοτώσει;

Την αποδιώχνω ταχύτατα αρνούμενη να την αφήσω να με στοιχειώσει για μια ζωή.Σκουπίζω τα μάτια μου που έχουν κατακοκκινίσει και έχουν πρηστεί απ'το κλάμα και γυρνάω στο πλάι, με θέα το παράθυρο. Λίγο πριν κλειδαμπαρώσω τα βλέφαρα και με πάρει στην αγκαλιά του ο Μορφέας λέω με φωνή που γίνεται θρύψαλα:«Δε σε φοβάμαι. Έλα να με πιάσεις αν τολμάς».

Το στήθος μου φουσκώνει με περηφάνια κι η ψυχή μου γεμίζει με το ελάχιστο θάρρος που μπορώ να της προωθήσω. Κλείνω τα μάτια και παραδίνομαι στο βασίλειο του ονείρου.


_______________________________

Απ' το φαρμάκι βγαίνει αγάπηWhere stories live. Discover now