18

102 8 0
                                    


Μοιάζω λες και οι πέτρινοι γίγαντες με τραβούν με ένα αόρατο νήμα κοντά τους. Δεν ελέγχω τα πόδια μου, με ελέγχουν αυτά.

Φτάνω σχετικά γρήγορα αλλά πριν προχωρήσω παρά πέρα κρατώ μια ικανοποιητική απόσταση πέντε μέτρων.

Μένω για λίγο να κοιτάζω τις μορφές γύρω απ'την φωτιά. Αγόρια και κορίτσια, όχι πολύ μεγαλύτεροι από μένα. Έχουν στρώσει μάλλινες κουβέρτες στην άμμο και κάθονται πάνω τους σε ζευγαράκια, με ένα μπουκάλι τεκίλλας ο κάθένας. Μου θυμίζουν λιγάκι tην εποχή των χίπηδων. Νέοι με επαναστατικό πνεύμα που κοιμούνταν όλοι μαζί σε σπηλιές και αντίσκοινα, κυρίως σε ερημωμένες ακρογυαλιές.

Στέκομαι πολλή ώρα παρακολουθώντας κάθε τους κίνηση ώσπου ένα αγόρι απ' την παρέα δείχνει στο μέρος μου. Σηκώνει το κεφάλι και αφού με βλέπει απευθύνεται σε έναν φίλο του. Κι οι δυο φαίνονται έκπληκτοι πράγμα που αρχίζει να με τρομάζει. Μήπως είναι στην ίδια ομάδα κατασκοπείας με τον τύπο μέσα στο μπαρ; Από που με γνωρίζουν; Δεν τους έχω ξαναδεί ποτέ στην ζωή μου, μα είναι ολοφάνερο πως τους είμαι γνωστή.

Βυθισμένη στις σκέψεις μου δεν προσέχω ότι ο ένας έρχεται τρεχάτος μειώνοντας σταδιακά την απόσταση ανάμεσά μας. Πανικοβάλλομαι, κοιτάζω με φούρια τριγύρω για να βρω μια διέξοδο αλλά το μοναδικό που αντικρίζω είναι άμμος. Άμμος, άμμος και πάλι άμμος. Τίποτε άλλο, τίποτε διαφορετικό εκτός... το αγόρι του μπαρ! Κάθεται αμίλητος γύρω από μια φωτιά και τα μάτια του δεν ξεκολλούν λεπτό από πάνω μου.

Τέλεια,τώρα η τρομάρα έχει πάρει άλλη διάσταση. Νιώθω παγιδευμένη ανάμεσά τους. Το αγόριτων βράχων και εκείνο του μπαρ. Δεν ξέρω προς τα που να τρέξω. Που θα είμαι πιο ασφαλής; Στο πλευρό ένος περίεργου τύπου που με παρακολουθεί ή πλάι σε έναν εντελώς άγνωστο;

«Έι!Πως πάει;», λέει κι η ανάσα του μυρίζει οινόπνευμα από χιλιόμετρα μακριά.

Ο τρόπος που μου μιλάει, με τέτοια φιλικότητα και άνεση κάνει τις παλάμες μου να ιδρώνουν. Δεν του απαντώ.

Εκείνος παρατηρεί την επιφυλακτικότητά μου και την τρομερή αμηχανία που νιώθω οπότε σπεύδει να μου εξηγήσει.

«Δεν με θυμάσαι, έτσι;», σκάει ένα στραβό χαμόγελο. «Την μέρα του πάρτι, είχες έρθει εδώ έξω με τον Θοδωρή. Σε χαιρέτησα απ' τα βράχια», μου δείχνει τις κοτρώνες πάνω απ' τον ώμο του και την φωτιά παραδίπλα.

Απ' το φαρμάκι βγαίνει αγάπηWhere stories live. Discover now