Σχεδιάζω να πάρω μια μεγάλη βαλίτσα για δυο βδομάδες στο νησί. Ένα μικρό νεσεσέρ με τα καλλυντικά μου και μια τσάντα θαλάσσης. Έχουμε μια μέρα ακόμα μπροστά μας μέχρι την αναχώρηση αλλά δεν μπορώ να τα αφήσω όλα για την τελευταία στιγμή.
Όταν οι γονείς μου ανακοίνωσαν ότι είχαν προγραμματήσει ένα δεκαπενθήμερο διακοπών στην Ρόδο, αδυνατούσα να το πιστέψω. Η οικογένεια της μαμάς κατάγεται από εκεί. Πιο μικρή σε κάθε γιορτή και διακοπές πηγαίναμε στο πατρικό της, στην Ιαλυσό. Τα τελευταία έξι χρόνια περίπου έχει κοπεί η επαφή μου με το νησί. Μου είπαν πως αυτό θα είναι το τελευταίο καλοκαίρι που θα κάναμε οικογενειακές διακοπές και ήθελαν να μου μείνει αξέχαστο. Εννοείται πως πέταξα απ' την χαρά μου. Είχα κάνει πολλούς φίλους στην Ιαλυσό κι ελπίζω να με θυμούνται. Θα έχουν σίγουρα μεταμορφωθεί από ξέφρενα παιδιά σε ώριμους άντρες και γυναίκες.
Την ώρα του μεσημεριανού κατεβαίνω γοργά τα σκαλιά. Καθηλώνομαι σε μια βαριά ξύλινη καρέκλα και τρώω άηχα το φαγητό μου. Στα μισά μιας δαγκωματιάς ο μπαμπάς σπάει την σιωπή.
«Λοιπόν, είσαι πανέτοιμη για αύριο;».
«Νομίζω δεν χρειάζεται επιβεβαίωση. Η ριγέ βαλίτσα κάθεται δίπλα στην πόρτα από προχθές», επεμβαίνει η μάμα και μου κόβει την φόρα τελείως αθώα.
«Ευχαριστώ, Θάλεια», αντιγυρίζει στην μαμά και ξεσπάμε σε νευρικά χαμόγελα που δεν λένε να ξεκολλήσουν απ' το στόμα μας.
Ύστερα από αρκετές μετρημένες μπουκιές η μαμά ακουμπά το πιρούνι πλάι στο πορσελάνινο πιάτο της.
«Ξέρεις...έμαθα κάτι πολύ ενδιαφέρον σχετικά με την Ρόδο», λέει απευθυνόμενη σε μένα.
«Ο αριθμός των κρατήσεων θα σπάσει όλα τα ρεκόρ φέτος;», μαντεύω μισοαστεία.
«Όχι, αν και δεν αμφιβάλλω καθόλου για αυτό. Είναι απίθανο νησί». Σηκώνεται και μαζεύει τα πιάτα απ' το τραπέζι. «Μάντεψε ποιος θα είναι εκεί για τις φετινές διακοπές του καλοκαιριού».
Ωχ. Όποτε παίρνει η μαμά αυτό το ύφος κάτι πονηρό έχει αγκιστρωθεί στο νου της, κι όχι πάντοτε κάτι καλό. Κοιτάζω τον μπαμπά για ψυχική συμπαράσταση αλλά ανασηκώνει τους ώμους αδιάφορα. Είμαστε κι οι δυο στο σκοτάδι.
Μόλις εκείνη επιστρέφει απ' την κουζίνα στα χείλη της έχει ανθίσει ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, γέλιο νικητή.
«Δεν το βρίσκεις; Καλά, θα σου δώσω ένα στοιχείο». Υψώνει ένα δάχτυλο. «Το όνομά του αρχίζει από Θ και δεν μπορούσαμε να σας χωρίσουμε με τίποτα. Ήσασταν μαζί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ακόμα;».
Προφανώς το είχα βρει. Το αγόρι που περνούσαμε μαζί τα καλοκαίρια στην Ιαλυσό. Ήμασταν στην ίδια γειτονιά και κάθε απόγευμα παίρναμε την ίδια γεύση παγωτού απ' το τοπικό παγωτατζίδικο. Καραμέλα με σιρόπι βύσσινο, χρωματιστή τρούφα και σκόρπιες νιφάδες κουβερτούρας. Τα πρωινά πηγαίναμε στην παραλία και παίζαμε με την χρυσή αμμουδιά και τα ασημένια κυμματάκια που σέρνονταν στα πόδια μας. Μου μάζευε κοχύλια κι εγώ του έφτιαχνα κολιέ και βραχιόλια που δεν τα έβγαζε ποτέ από πάνω του. Ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι, η ψυχή του νησιού.
Μάθαμε πολλά πράγματα ο ένας στον άλλον. Εκείνος μου έμαθε να παίζω ποδόσφαιρο και να κάνω βουτιές απ' τα ψηλά βράχια. Εγώ του έμαθα πως να παίζει ρακέτες και να φτιάχνει δαχτυλίδια από πευκοβελόνες. Κάθε βράδυ κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι, στο παλιό σπίτι της μαμάς του. Για να με πάρει ο ύπνος με νανούριζαν οι τρομακτικές ιστορίες του και ήταν εκείνες που μου προκαλλούσαν εφιάλτες μες στο μαύρο χάραμα. Όμως δεν με ένοιαζε, γιατί ήξερα πως θα βρισκόταν εκεί, στο πλάι μου να με προστατεύσει απ' τα τερατόμορφα ξωτικά και τις κακές μάγισσες.
Ήταν κάτι περισσότερο από απλός φίλος μου, πολύ περισσότερο. Ήταν αδερφός μου, σαν αυτόν που δεν είχα ποτέ μου. Με νοιαζόταν, με φρόντιζε, με έκανε να γελάω. Είχε δημιουργήσει έναν άλλο κόσμο μόνο για μας τους δυο, πέρα απ' τα προβλήματα των μεγάλων. Έναν κόσμο όπου δεν μας απασχολούσε τίποτα, ούτε ότι εγώ έμενα Αγρίνιο και αυτός Ιωάννινα. Αλλά το καλοκαίρι των ενδέκατών μου χρόνων η μαμά μου δήλωσε πως δεν θα ξαναπάμε στη Ρόδο. Δεν κατάλαβα το γιατί μα στενοχωρήθηκα αφάνταστα.
Έτσι, τόσο απλά, ο μοναδικός κόσμος μας καταστράφηκε και έπεσε στα πόδια μας σαν σπασμένο κοφτερό γυαλί. Δεν τον είδα ποτέ ξανά. Δεν ξέρω που είναι τώρα πια.Έμεινε στα Ιωάννινα; Μετακόμισε; Δεν ξέρω σε τι λύκειο πήγε ή αν το έχει τελειώσει (ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα).
Όμως τώρα ίσως είναι μια δεύτερη ευκαιρία να ξαναγνωριστούμε απ' την αρχή. Θα μου χρειαζόταν ένας φίλος απ' τα παλιά αυτή την στιγμή.
Υψώνω το βλέμμα στους γονείς μου. Σέρνω προς τα πίσω την κάρεκλα και το πάτωμα τρίζει καθώς σηκώνομαι. Κάνω να ανεβώ το πρώτο σκαλί με τελικό στόχο το δωμάτιό μου όταν κάνω περιστροφή ενενήντα μοιρών.
«Θοδωρής. Θοδωρής Τσαγκαρόπουλος», λέω ενώ ξαφνιάζομαι στο άκουσμα του ονόματός του απ' τα χείλη μου.
________________________
Παλιές γνωριμίες...
Πείτε μου ποια περιοχή της Ρόδου είναι η καλύτερη, ανυπομονώ.
Bye bye!!!
YOU ARE READING
Απ' το φαρμάκι βγαίνει αγάπη
Teen FictionLe cœur prend des décisions difficiles, contre nature, impossibles, paranoides. L'esprit prend des décisions raisonnables. (=Η καρδιά παίρνει αποφάσεις δύσκολες, αφύσικες, αδύνατες, παρανοϊκές. Το μυαλό παίρνει αποφάσεις λογικές.) . . . Ήταν ένα κορ...