52

60 5 0
                                    


Δεν ξέρω που είμαι,δεν έχω ιδέα. Το τοπίο ξεδιπλώνεται μπροστά μου σε τρία βασικά χρώματα:μαύρο, άσπρο, γκρι. Κάπου στο βάθος ακούγονται ψίθυροι μα είναι πολύ μακριά για να τους πιάσει τ' αυτί μου.

Σηκώνομαι σιγά σιγά όρθια και περπατάω κατά μήκος του δρόμου. Γλυκός άνεμος φυσάει, γαργαλάει τα μπράτσα μου κι ανακατεύει ελαφρώς τα μαλλιά μου. Εγώ συνεχίζω να προχωρώ δειλά δειλά αγνοώντας την σκοτεινιά του ουρανού.

Τι ώρα να 'ναι άραγε...;

Κάποια στιγμή,η ματιά μου πέφτει σε μια μικρή πινακίδα στην άκρη ενός μισογκρεμισμένου τοίχου.

ΟΔΟΣ

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ

Ωχ, όχι... Δεν μπορεί να βρίσκομαι στην Καβάφη. Δεν γίνεται.

Η οδός Καβάφη είναι ένα απ' τα πιο κακόφημα στενά της πόλης. Το παρατηρεί κανείς και μόνο απ'την όψη. Πολυκατοικίες κολλημένες η μία με την άλλη, βρόμικες και σε άθλια κατάσταση απ' την δεκαετία του εξήντα που πρωτοχτίστηκαν. Κάδοι ξέχειλοι από όλων των ειδών σκουπίδια. Μέχρι και σακουλάκι από κόκα πήρε το μάτι μου.Γενικά δεν είναι το ασφαλέστερο μέρος στην πόλη.

Τότε γιατί είμαι εδώ...;

Ως απάντηση έρχεται ένας εκκωφαντικός πυροβολισμός.

Ενστικτωδώς σκύβω κατάχαμα και καλύπτω με τα χέρια το κεφάλι μου.

Που έχω μπλέξει,Θεέ μου...;

Όταν επιτέλους κυριαρχεί και πάλι ησυχία κινούμαι γρήγορα προς την έξοδο. Τα πέλματά μου πατούν πάνω σε σπασμένα γυαλιά και κλωτσούν χαρτόκουτες καθώς τρέχω.

Πρέπει να φύγω από 'δω. Πρέπει να–

Οι σκέψεις μου όμως διακόπτονται μόλις αντικρίζω ένα φρικτό θέαμα να εκτυλίσσεται εμπρός μου.

Σχεδόν πέφτω απ'το απότομο σταμάτημα. Το στομάχι μου δένεται κόμπος και το στόμα μου ξεραίνεται.Η καρδιά μου αναπηδά σαν τρελή μες στο στήθος μου. Νιώθω πως ρουφώ και το τελευταίο ίχνος αέρα για να μην λιποθυμήσω.

Επειδή ακριβώς απέναντί μου, ο Ζαν είναι πεσμένος σταγόνατα και κάποιος τον σημαδεύει μ' ένα όπλο στο κεφάλι.

«Ω, Θεέ μου. Ω, Θεέ μου», είναι το μοναδικό που ψελλίζωασταμάτητα.

Ένα βλέμα στο πρόσωπό του τα λέει όλα.

Απ' το φαρμάκι βγαίνει αγάπηWhere stories live. Discover now