16

98 8 0
                                    


Ώπα,ΤΙ; Τον πατέρα του Θοδωρή; Η είδηση με χτυπάει κατακούτελα σαν κεραυνός. Δεν βρίσκομαι εδώ πια, στο σπίτι της γιαγιάς στην Ιαλυσό της Ρόδου, βρίσκομαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στη μέση του ωκεανού. Αισθάνομαι λες και πατάω πάνω στα σανίδια μιας πλημμυρισμένης ψαρόβαρκας που από στιγμή σε στιγμή θα βουλιάξει και θα με παρασύρει στον πάτο. Το μυαλό μου αρνείται κατηγορηματικά να επεξεργαστεί τα δεδομένα. Λες κι όλα τα νεύρα του υπεραναλυτικού μου εγγεφάλου να έχουν σβήσει, να έχουν πάψει να λειτουργούν επίτηδες.

Δεν χρειάζομαι διευκρίνηση, βλέπω ήδη τα πάντα καθαρά να ξετυλίγονται στο νου μου. Η πυκνή, συνωστισμένη ομίχλη αραιώνει σιγά σιγά αφήνοντας στο διάβα της μόνο την πικρή αλήθεια. Εάν η μαμά μου τα είχε με τον πατέρα του Θοδωρή δυο χρόνια πριν γνωρίσει τον μπαμπά...τότε...

Όχι! Όχι δεν μπορεί. Είναι αδύνατον ο Θοδωρής να είναι... αδερφός μου; Όχι. Δεν γίνεται.

«Ονειρεύεσαι», λέω στον εαυτό μου. «Όλα είναι ένα κακόγουστο όνειρο».

Μα πως γίνειται να ονειρεύομαι και να νιώθω τις τσιμπιές στον πήχη μου; Πως είναι δυνατόν τρία ζευγάρια μάτια να με κοιτούν προσεκτικά μαντεύοντας την αντίδρασή μου;

Δεν το πιστεύω τι μου συμβαίνει. Πρώτα το φιλί στην παραλία, ύστερα εκείνο το αγόρι που με παρακολουθούσε και τώρα αυτό. Έχω αρχίσει να σκέφτομαι ότι η επιστροφή μου στην Ρόδο μόνο καλή δε ήταν. Έχω αρχίσει να την βλέπω ως κατάρα.

Σηκώνω το βλέμμα στο λευκό, σοβαδισμένο ταβάνι και απευθύνομαι σε ένα άλλο σύμπαν.

«Γιατί Θεέ μου; Γιατί σε μένα, τι σου έχω κάνει;», μονολογώ μες στο κεφάλι μου σαν να περιμένω να μου έρθει καμιά σπουδαία επιφοίτηση.

Όταν τελικά στρέφομαι στην μαμά παρατηρώ σιγανά ρυάκια δακρύων να αλλοιώνουν το μακιγιάζ της. Το μολύβι κι η μάσκαρα τρέχουν στα μάγουλά της σαν μαύρη μπογιά βαψίματος. Ο μπαμπάς της κρατάει γερά το χέρι μέσα στα δικά του προσπαθώντας να την καθησυχάσει. Η γιαγιά απ' την άλλη πλευρά δείχνει να το διασκεδάζει. Αυτό δεν ήθελε άλλωστε; Να αποκαλυφθεί η αλήθεια, και τα κατάφερε περίφημα.

Εγώ σκύβω στο τραπέζι και στηρίζομαι στους αγκώνες προς την μεριά της μαμάς. Μόνο μια ερώτηση μένει να θέσω πια.

«Γιατί δεν μου το είπες νωρίτερα;», την κοιτώ βαθιά στα μάτια.

Σκουπίζει τα βλέφαρα με την αναστροφή της παλάμης της και ρουφάει λιγάκι την μύτη της προτού με ατενίσει κατάματα. Ύστερα από ένα παρατεταμένο λεπτό η φωνή της βγαίνει τρεμάμενη. «Πίστευα πως δεν ήσουν έτοιμη. Πίστευα πως δεν θα ήσουν αρκετά δυνατή για να αντέξεις την αλήθεια».

Γέρνω πίσω στο κάθισμά μου και πιέζω τις εσωτερικές γωνίες των ματιών μου. Έχω βαρεθεί να μου λένε πως δεν είμαι αρκετά δυνατή για να κάνω οτιδήποτε. Δεν είμαι φτιαγμένη από γυαλί, μπορώ να πληγωθώ και να"σπάσω" μεν, μα μπορώ να αντέξω και να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση δε. Δεν είμαι η κούκλα κανενός, που να με κρατάει φυλαγμένη στο πάνω ράφι μακριά απ' τον υπόλοιπο κόσμο. Μεγάλωσα πια, γιατί τους είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβουν επιτέλους;

Ξαφνικά όλη η άγνοια κι η αδιαφορία μετασχηματίζεται σε ένα εξαγριωμένο κύμα θυμού και πόνου. Ριπές ανεξέλεγκτου εκνευρισμού χτυπάνε με φόρα το κορμί μου. Έχω την ακατανίκητη επιθυμία να ουρλιάξω μέχρι ο λαιμός μου να ξεραθεί, οι φωνητικές μου χορδές να σπάσουν σαν καραβόσχοινα, τα αυτιά μου να πρηστούν απ' τον ήχο, η όρασή μου να πλουτίσει από μαύρες τελίτσες και το μυαλό μου να επισκιαστεί από μια πελώρια μαύρη κουβέρτα. Θέλω να πάρω μια γόμα και να αρχίσω να σβήνω όλα όσα διαδραματίστηκαν μέσα στην τελευταία ώρα. Θέλω στο κεφάλι μου να δημιουργηθεί ένα τεράστιο κενό, ένα μπλακ άουτ. Θέλω αύριο το πρωί να ξυπνήσω τυλιγμένη στα σεντόνια μου και τίποτα από όλα αυτά να μην είναι πραγματικό, να μην συνέβει ποτέ, να ήταν απλά ένα παιχνίδι του μυαλού μου.

Όμως ξέρω πως δεν έχω την ικανότητα να γυρίζω τον χρόνο πίσω ούτε να ξεχάσω όσα έχουν ήδη ειπωθεί.

Πως θα μπορούσα άλλωστε; Και να ήθελα δεν μπορώ πια να κάνω τίποτα απολύτως.

Και επίσης είμαι εξαγριωμένη με την συμπεριφορά της μαμάς. Πως μπόρεσε να το κρατήσει μυστικό; Ή, όχι, καλύτερη ερώτηση: Πότε ακριβώς σχεδίαζε να μου το αποκαλύψει; Πότε θα έβγαζε αυτό το ασήκωτο βάρος απ' την καρδιά της; Κρύβει άραγε κι άλλα που θα έπρεπε να ξέρω; Κι αν ναι, περί τίνος πρόκειται;

Η σκέψη με τρελαίνει, σε οριακά σημεία. Πλέον πρέπει να αφήσω στην άκρη την λογική, να την θάψω στις πιο βαθιές κατακόμβες του μυαλού μου.

Και είναι σίγουρο πως όταν σηκώνομαι απότομα και τρέχω στην πόρτα η λογική έχει εξανεμιστεί από κάθε ίντσα του σώματός μου.

Παρακινούμενη μόνο απ' το συναίσθημα βροντώ την εξώπορτα στο περασμά μου και ξεχύνομαι στον ασφαλτόδρομο. Οι γονείς μου φωνάζουν πίσω μου αλλά δεν έχω καμία όρεξη να ακούσω τα λόγια τους. Θα μου πουν ότι όλα είναι λάθος, ένα γιγαντιαίο λάθος. Όμως τίποτα στη ζωή μου δεν μου φάνηκε πιο σωστό. Απόψε εγκατάλειπω τους κανόνες κι αντίστοιχα αδιαφορώ πλήρως για τις συνέπειες.


_____________________

Προσοχή:

Αναμένονται πολλά φάσκελα προς την πρωταγωνίστρια...

Απ' το φαρμάκι βγαίνει αγάπηМесто, где живут истории. Откройте их для себя