14

94 8 0
                                    


Το επόμενο πρωί κυλάει ξεκούραστα για όλους. Ευτυχώς να λέμε. Παρ' όλα αυτά νιώθω ακόμη ένοχη που έβαλα τις φωνές στον Θοδωρή χθες. Όμως δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να γνωρίζει την αλήθεια όσο κι αν τον πονάει. Δεν θα έπρεπε να αισθάνομαι τύψεις για χάρη του. Στο κάτω κάτω είναι αδιαμφησβήτη το πως σήμερα δεν θα θυμάται τίποτα από το χθεσινό συμβάν. Ή τουλάχιστον έτσι λέω στον ευατό μου.

Επιπλέον,ένα άλλο συναίσθημα βαραίνει την καρδιά μου. Αυτό το απαίσιο αίσθημα έλξης προς εκείνον στο μπαρ. Δεν μπορώ να ξεχάσω το κρυφό του χαμόγελο κάτω απ' τα πολύχρωμα φώτα της πίστας. Ένα χαμόγελο αλεπούς, πονηρό, που προμηνύει μπελάδες πολλά υποσχόμενους. Νομίζω πως δεν είναι η πρώτη φορά που τον βλέπω. Το περίγραμα του προσώπου του δεν μου λέει και πολλά όμως εκείνο το βλέμμα... σκοτεινό, λιγάκι θολό σαν άχαρη ομίχλη. Και είμαι εκατόν είκοσι τοις εκατό βέβαιη πως ούτε κι αυτός με συναντούσε για πρώτη φορά. Δεν είμαι καμιά τρελή να πιστεύω πως με παρακολουθεί νυχτημερόν επειδή έχει βαλθεί να με δολοφονήσει ή ότι ξαφνικά το σεξαπίλ μου χτύπησε κόκκινο με τοπου πάτησα το πόδι μου στην Ρόδο. Κάτι άλλο είναι, αλλά τι...;

Μετά από μια κοπιαστική μέρα με απέραντη κηπουρική, τακτοποίηση και σιμάζεμα έφτασε το βραδάκι. Καθ' όλη την διάρκεια της υπόλοιπης μέρας που και που έριχνα κλεφτές ματιές απ' την αραχνούφαντη κουρτίνα μου στο δωμάτιο του Θοδωρή απέναντι. Τα πατζούρια ήταν θεόκλειστα όλη την μέρα δίχως να φανερώνουν το παραμικρό ίχνος ζωής. Ήταν απ' τις ελάχιστες φορές όπου μία σκέψη μου πέρασε απ' το μυαλό: Μήπως τελικά θυμόταν τι είχε γίνει;

Εγώ, οι γονείς μου κι η γιαγιά καθόμαστε στο τραπέζι και απολαμβάνουμε ήσυχα το δείπνο μας. Πρέπει να το παραδεχτώ, είχα ξεχάσει πόσο καλή μαγείρισσα είναι η γιαγιά. Το χρωματιστό πιλάφι και το χταπόδι ξεδιπλώνονται περήφανα στο πιάτο μου. Θέλω τόσο απεγνωσμένα να φάω και το τελευταίο κομμάτι, αλλά κάτι στο πίσω μέρος του μυαλού μου με τσιγκλάει όλη μέρα μην αφήνοντάς με να χαλαρώσω.

Η μαμά με παρακολουθεί σιωπηλή για ώρα μέχρι που δεν αντέχει την τόση ηρεμία. Αφήνει το πιρούνι δίπλα στο πιάτο της και ρίχνει ένα βλέμμα στον μπαμπά. Εκείνος προσπαθεί να παραμείνει ανέκφραστος μα μπορώ να διακρίνω στα μάτια του το αίσθημα πως ό,τι και να πει η μαμά στη συνέχεια δεν θα μου αρέσει καθόλου.

«Θάλεια...», η φωνή της, ένας σιγανός ψίθυρος που ηχεί στα αυτιά μου.

Σηκώνω ελάχιστα το κεφάλι και την κοιτώ κατάματα. Θέλω να συλλέξω οποιαδήποτε πληροφορία μπορώ μόνο και μόνο κοιτάζοντάς την.

Δείχνει να δυσκολεύεται πολύ να αρθρώσει τις κατάλληλες πράγμα που με πείθει πως όντως θα πει κάτι δυσάρεστο. Τελικά παίρνει μια μεγάλη, βαθιά ανάσα ως υποστήριξη και ξεκινά επιφυλακτικά.

«Νομίζω ήρθε η ώρα να μαζέψεις τα πράγματά σου», ανακοινώνει με έναν τόνο πιο πολύ μηχανικό, λες και έχει κάνει πρόβα ολόκληρο το σκετσάκι.

Ο μπαμπάς σταματάει να μασάει ενώ η γιαγιά κατακεραυνώνει με ένα βλέμμα την κόρη της.

Αυτή ήταν η πρόταση που περίμενα να ακούσω απ' το πρωί. Επιστρέφουμε πίσω, στο σπίτι μας. Με σέρνουν πίσω δίχως να αναρωτηθούν για την δική μου άποψη επί του θέματος. Αυτό φοβόμουν όλη μέρα από χθες. Με την πρώτη αναποδιά τρέχουμε μακριά, πάντα έτσι κάνουμε. Όχι, όχι... Πάντα έτσι κάνει η μαμά. Έχει πιαστεί στη φάκα και δεν μπορεί να βρει τρόπο να διαφύγει. Εγκλωβίζεται σε ένα μεταλλικό κλουβί και αδυνατεί να εντοπίσει μια ελεύθερη διέξογο. Πάντοτε έτσι λειτουργούσε. Δεν ερχόταν αντιμέτωπη με το πρόβλημα,το διέσχιζε δια της πλαγίας οδού. Όπως τώρα. Μόνο που τώρα δε θα της κάνω την χάρη. Σε αυτό το θέμα είμαι κάθετη. Δεν αφορά τον Θοδωρή (πως θα μπορούσε μετά τα χθεσινά;), όχι, αφορά εμένα. Δεν θέλω πλέον να το σκάω συνεχώς. Δεν θέλω να βρίσκομαι ανάμεσα σε διαχωριστικές κόκκινες γραμμές. Όχι πια. Μεγάλωσα. Δεν είμαι εκείνο το μικρό κοριτσάκι που φοβόταν το άγνωστο. Θέλω να σταθώ ενάντια στον κίνδυνο και να μάθω να τον πολεμάω, να τον εξαλείφω.

«Όχι, μαμά. Δεν πρόκειται», απαντώ αποφασιστικά με παγερή, κοφτερή φωνή σαν ξυράφι.

Ένα ήπιο, σκληρό χαμόγελο αλλοιώνει το εξίσου σκληρό σαν σμιλεμένο από πέτρα πρόσωπό της. Δεν υπάρχει το παραμικρό σημάδι αστείου στην καμπύλη των χειλιών της. Μονάχα πάγος.

«Δεν νομίζω να με καταλαβαίνεις. Δεν ήταν ερώτηση», παλεύει να συγκρατήσει τον θυμό βαθιά στα σωθικά της.

Την καρφώνω επίμονα με ένα βλέμμα που κραυγάζει: Δεν με νοιάζει τι λες, δεν έρχομαι μαζί σου.

«Μάλλον ούτε εσύ με καταλαβαίνεις».

«Θάλεια–», τον λόγο παίρνει ο μπαμπάς μπας και καλμάρει λίγο την κατάσταση, αλλά με ένα τράνταγμα του χεριού η μαμά τον κόβει.

«Εδώ δεν κάνουμε διαπραγματεύσεις Θάλεια. Μάζεψε τα πράγματά σου. Φεύγουμε το πρωί» είναι το ύφος ενός αργηχού, ενός στρατάρχη. Όμως εγώ δεν είμαι άτομο που δέχεται εντολές, από κανέναν.

«Όχι».


___________________________


Απ' το φαρμάκι βγαίνει αγάπηWhere stories live. Discover now