55 (παρόν)

101 5 0
                                    


«Πωπώ!Φοβερή ιστορία γιαγιά», λέει συγκλονισμένη η μικρή μου Ανδριάννα.

«Ναι, ποτέ δεν φανταζόμουν έτσι τον παππού», ο Πετράκης βάζει μια πιρουνιά πατάτες στο στόμα του.

Εγώ χαμογελώ στα δυο μου δισέγγονα. Δίδυμα. Σαν δυο σταγόνες νερό. Η Ανδριάννα κι ο Πετράκης μου. Τα παιδιά της πανέμορφης εγγονής μου Δήμητρας. Πότε πρόλαβαν τα σκασμένα και φτάσαν τα δώδεκα δεν το κατάλαβα.Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός...

«Μάνα, θες λίγο ακόμη κρασί;», με ρωτάει ο γιος μου ο Ευτύχης.

Νεύω καταφατικά και παίρνω στο γερασμένο μου χέρι το ποτήρι δίπλαμου. «Ναι, αγόρι μου. Σ' ευχαριστώ».

Μου γεμίζει το ποτήρι μέχρι την μέση όπου του λέω να σταματήσει. Έπειτα βάζει κι άλλο στο δικό του.

Πίνω μια δυο γουλιές και τον παρατηρώ καλά καλά.

Αχ, πόσο του μοιάζει του Ζαν. Κάτω από όλες αυτές τις ρυτίδες και τα γκριζαρισμένα μαλλιά είναι ίδιος ο πατέρας του. Ίδια μύτη,ίδια ζυγωματικά, ίδιο σφιχτό τετράγωνο σαγόνι. Το πείσμα και την ξεροκεφαλιά πήρε μονάχα από μένα. Όλα τ' άλλα απ' τον Ζαν.

Θυμάμαι την ημέρα που γεννήθηκε. Είχε μπει πια η άνοιξη αλλά ο καιρός ήταν κρύος κι άνεμος τσουχτερός. Δεν πήγαινα πλέον στο σχολείο. Ο γιατρός έλεγε πως χρειαζόμουν ξεκούραση. Καθόμουν για μέρες ξαπλωμένη σ' ένα κρεβάτι ή σε μια πολυθρόνα βλέποντας τηλεόραση στο διαμέρισμα του Ζαν μου.Δεν ήθελε να κουνώ ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι, όλα τα έκανε εκείνος για μένα. Η αλήθεια είναι, όσο κι αν μ' αρέσεινα με περιποιούνται οι άλλοι είχα λησμονήσει την ταχεία καθημερινότητά μου.

Εκείνη την μέρα της γέννας, ήμουν μόνη στο σπίτι. Ο Ζαν δούλευε στο Lounge Cafe, η Ρίτα κι ο Μίλτος είχαν σχολείο κι οι γονείς μου ήταν στο γραφείο.

Όταν σπάσαν τα νερά, τηλεφώνησα κατευθίαν στον Θοδωρή.(Είχε έρθει τον τελευταίο μήνα Αγρίνιο για κάτι δουλειές του πατέρα του και για να μου ρίχνει μια ματιά που και που).

Σε τρία λεπτά με πήγε στο μαιευτήριο με το αυτοκίνητό του. Εκεί, όσο εγώ πονούσα και ίδρωνα πάνω στο κρεβάτι, ειδοποιήσε τους πάντες.Πρώτα τον Ζαν, μετά τους γονείς μου κιύστερα την Ρίτα και τον Μίλτο.

Δεν ξέρω πόσα λεπτά είχαν περάσει, αιώνας μου φάνηκε, μόλις ο Ζαν μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε δίπλα μου. Τον είχαν ντύσει στα χειρουργικά και μου κρατούσε σφιχτά το χέρι όσο εγώ έσπρωχνα και ξανάσπρωχνα.

Απ' το φαρμάκι βγαίνει αγάπηWhere stories live. Discover now