Κεφαλαιο III

3K 188 5
                                    

Δεκέμβριος του 2011

Ο μανιασμένος αέρας τάραζε ολόκληρη τη πόλη . Τα νερά του Τάμεση είχαν ανυψωθεί , ταρακουνώντας ανελέητα τα λιγοστά καράβια που είχαν τολμισει να πλεύσουν στο ποταμό . Η μανιασμένη βροχή συνέχιζε ανελέητα εδώ και δυο μέρες , βυθίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της πόλης στο απόλυτο σκοτάδι . Ωστόσο το Λονδίνο δεν έχανε την αίγλη του . Παραμονές εορτών ,οι στολισμένοι δρόμοι πρόσθεταν μια μαγεία και γενιά αν με θερμή ακόμα και τον πιο ασυγκίνητο .
Καθόταν οκλαδόν πάνω σε μια αναπαυτική πολυθρόνα στο αγαπημένο της καφέ στο κέντρο του Λονδίνου . Συντροφιά της οι σημειώσεις της και μια μεγάλη κούπα καφέ.
Τα μουσκεμένα μαλλιά και ρούχα της μαρτυρούσαν την ταλαιπωρία της , καθώς δεν είχε πάρει ομπρέλα μαζί της . Ευτυχώς το αναμμένο τζάκι θα την βοηθούσε να στεγνώσει μέχρι ο αδελφός της να έρθει για να την πάρει . Την ηρεμούσε να κάθεται εκεί και να διαβάζει. Να σκέφτεται το μέλλον και να ξεφεύγει από ότι την στεναχωρούσε .
17 χρόνων και πλέον είχε κατασταλάξει τι θα κάνει στη ζωή της . Από μικρή την συνάρπαζε το διάβασμα και ειδικά οι Ιταλοί συγγραφείς. . Αργότερα όλο αυτό εξελίχθηκε σε πάθος , δημιουργώντας ένα στόχο στο μυαλό της . Θα σπούδαζε ιταλική φιλολογία και θα έκανε μεταπτυχιακό πάνω στο Δάντη .
Η μικρή καφετέρια ήταν γεμάτη . Φίλοι , οικογένεια παι ζευγαράκια καθόταν στις αναπαυτικές καρέκλες απολαμβάνοντας το ρόφημα τους , κάτω από την ασφάλεια που πρόσφερε το μέρος από την μανιασμένη καταιγίδα . Δεν άργησε να συνηδητοποιησει πως ήταν η μόνη που καθόταν δίχως καμία παρέα , τραβώντας πάνω της κάποια περίεργα βλέμματα . Κανένας δνε θεωρούσε φυσιολογικό  για ένα κορίτσι στην ηλικία της να κάθεται μόνο του , δίχως φίλους βυθισμένη  σε βιβλία . Η Αριάδνη όμως δεν ασχολούταν με αυτό . Είχε συνηθίσει  στην μοναξιά της . Την είχε άγαμα λιάσει και ζούσε με αυτή .
Ήταν πάντα δύσκολο ο για εκείνη να αποκτήσει φίλους . Μην έχοντας μητέρα ήταν συχνά ο στόχος για κοροϊδία , για αποστροφή και για λύπηση . Καθένα από αυτά τα μισούσε . Δεν ήθελε ψεύτικες φιλίες με αμφίβολο ενδιαφέρον στη ζωή της . Η συντροφιά των βιβλίων ηταν πάντα πιο σίγουρη .
Δεν ήταν ωστόσο τελείως μόνη .. ο αδελφός και ο πατέρας της ήταν συνεχώς κοντά της , στηρίζοντας την σε κάθε της βήμα . Ένιωθε ευγνώμων που είχε μια τόσο δεμένη οικογένεια .
Είχε χάσει την μητέρα της πολύ μικρή . Εκείνη πρέπει να ήταν μόλις 3 ετών όταν διαγνώστηκε με μια σοβαρή ασθενεια , που την καθήλωσε στο κρεβάτι και στο τέλος της πειρε την ζωή . Θυμόταν αμυδρά τη θλίψη του πατέρα της .
Το όνομα της και τα μοναδικά της μάτια ήταν τα μόνα που είχε ενθύμιο από την μαμά της .
Έριξε μαι φευγαλέα μάτια έξω . Η βροχή δυνάμωνε όλο και περισσότερο , καιως σταγόνες πλέον χτυπούσαν δυνατά πάνω στα τζάμια της καφετέριας . Φαίνεται πως ο Παύλος θα είχε δυσκολία στο να έρθει να την πάρει , όποτε θα είχε όλο το χρόνο κπροστα της για να μελετήσει .
Η θεία κωμωδία του Δάντη , στο πρωτότυπο πάντα κείμενο την περίμενε πάνω σου τραπέζι , κι εκείνη άδραξε την ευκαιρία και χάθηκε στην ανάγνωση της .
Πάντα όταν μελετούσε βυθίζονταν στο κόσμο του βιβλίου , αγνοώντας οτι συνέβαινε γύρω της .
Έτσι και τώρα , δνε είχε καταλάβει καθόλου πως η φασαρία γύρω της είχε ξαφνικά ενταθεί . Παραμονο όταν κάποιες γυναικείες στριγκλιές της τράβηξαν την προσοχή . Αγανακτηςμενη σήκωσε το κεφαλή της για να δει την αιτία που διέκοψε το τόσο ενδιαφέρον διάβασμα της .
Ωστόσο ολα γύρω της φαινόταν φυσιολογικά . Δεν υπήρχε κάτι που να μπρουσε να αναστατώσει κάποιον . Ήταν έτοιμη να στρέψει ξανά την προσοχή της στο βιβλίο της όταν ο σερβιτόρος πλησίασε στο μέρος της με ένα μάλλον απολογητικό ύφος .
«Δεσποινίς ... λυπάμαι ..όμως πρέπει ..πρέπει να σηκωθείτε»
Τα φρύδια της ανυψώθηκαν απορημένα .
«Για ποιο λόγο
«Η θέση ...είναι πιασμένη»
«Έτσι ξαφνικά
«Ναι ...μπορείτε να μεταφερθείτε σε κάποιο άλλο τραπέζι .»
«Μα ..Μα είναι γεμάτα όλα»
«Λυπάμαι .»
Η Αριάδνη αισθάνθηκε λύπη για τον καημένο σερβιτόρο . Ήταν φανερό πως είχε αναγκαστεί να την διώξει από την θέση της .
Δίχως να προβάλει αντίσταση του χαμογέλασε ευγενικά και άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της .
Το βλέμμα της έπεσε στιγμιαία στην παρέα των ανδρών πίσω της ενώ προσπαθούσε να χώσει το βιβλίο της μέσα στο φθαρμένο της σακίδιο .
Με μαγουλα κατακόκκινα σαν δυο κεράσια μέσα στο Μάιο , και το κεφάλι της ριγμένο στο πάτωμα σηκώθηκε και προχώρησε προς την έξοδο , όταν η παρέα μπηκε μπροστά της εμποδίζοντας  την.
Ασυναίσθητα εσφυηε το σακίδιο πάνω της πριν τους κοιτάξει . Είχε μάθει να κρύβει τον φόβο της πίσω από ένα σοβαρό βλέμμα .
Οι άνδρες , που ήταν εμφανώς μεγαλύτεροι της τηβ κοιτούσαν με λαγνεία , προκαλώντας της αηδία . Τα σώθηκα της αναδεύτηκα σε μια από στοργική σκέψη .
Προσπάθησε να του προσπεράσει ,Μα εκείνοι την πλησίασαν κι άλλο , στρημογνωντας την ανάμεσα στο ζεστό τζάκι και την αναπαυτική πολυθρόνα . Η καρδιά τς χτύπησε γρηγορότερα σε ενδείξη  αγωνίας.
Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά όταν το χέρι το ενός απλώθηκε για να αγγίξει το πρόσωπο της . Περίμενε με προσμονή το τέλος της, μια λύτρωση για όλους .
Εικόνες από όσα θα ακολουθούσαν πέρασαν σαν καλό σκηνοθετημένη ταινία από μπροστά της .
Θα την χλεύαζαν ,θα τη παρενοχλούσαν .. πιθανός να την ατιμαζαν . Τα μάτια της είχαν κλίσει σφιχτά . Δεν ήθελε να βλέπει τίποτα . Οι παλάμες της είχαν αρχίσει να ιδρώνουν , η ώρα περνουσε και δεν γινόταν τίποτα .
Μήπως είδα ήδη πεθάνει ; Τελικά τόσο ανώδυνος ήταν ο θάνατος τον οποίο φοβούνταν όλοι ;
Ένα βαρύ χέρι έπιασε απαλά τον ώμο της κάνοντας την να ανοίξει διστακτικά τα μάτια της. Το βλέμμα της καρφώθηκε πάνω στον άγνωστο που στέκονταν απέναντι της . Πήρε μια κόφτη ανάσα προσπαθώντας να κρύψει τον φόβο της .
«Ποιος είσαι εσυ
«Από ότι φαίνεται ...ο σωτήρας σου .» Το χαμόγελο του έκανε τηβ καρδιά της να φτερουγισει στιγμιαία . Συναίσθημα πρωτόγνωρο για εκείνη .
«Ε...ευχαριστώ .... δεν ξέρω τι θα μπρουσε να γίνει εάν δεν ερχόσουν.»
«Δεν χρειάζεται να ευχαριστείς . Να προσεχείς άλλη φορά .» Εκείνο το σαγηνευτικό χαμόγελο είχε εξαφανιστεί . Το πρόσωπο του τώρα έμοιαζε σκληρό , απόμακρο .
Η Αριάδνη άπλωσε το χέρι της προσκαλώντας τον σε μια χειραψία , και όταν τα χέρια τους μπλέχθηκαν στιγμιαία μια ανεξήγητη ζεστασιά πλημμύρισε τα σώματα και των δυο .
«Με λένε Αριάδνη ...Δεν ξέρω πως θα μπορέσω να σου ξεπληρωσω το καλό που μου έκανες ..»
«Αλεξ .... ίσως ...ίσως να υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει .» Το μειδίαμα στα χείλη του την έκανε να σηκώσει τα φρύδια της σε ένδειξη απορριας .
«Τι ; Τι μπορώ να κάνω;»
«Να με αφήσεις να σε βγάλω έξω για φαγητό .»
Αυτό ήταν κάτι που η Αριάδνη δεν περίμενε να ακούσει . Γιατί να θέλει κάποιος να βγει για φαγητό μαζί της . Ίσως θα έπρεπε να του παι πως δνε ήταν η κατάλληλη για να γίνει η σύνοδος του . Το βλέμμα της έπεσε εξονυχιστικά Μα διακριτικά πάνω του . Ήταν πανέμορφος , σαν Έλληνας θεός . Δεβ θα μπρουσε να φανεί αντάξια του. Πιθανώς θα γινόταν ρεζίλι .
Άνοιξε το στομα της για να αρνηθεί ευγενικά , τα λόγια του όμως δεν της άφησαν άλλη επιλογή απ Ότο να δεχθεί .
«Δεν δέχομαι το όχι σαν απάντηση μικρή .»
Η Αριάδνη ξεροκαταπιε νευρικά . Πως γνώριζε ότι θα αρνούνταν ;
«Ε...εντάξει ..θα ..θα βγω μαζί σου»
Το χμαπγελο του ηταβ πλέον πλατύ . Άφηνε τα λευκά του δόντια να φανούν . Το χέρι του μπήκε στη θέση του σακακιού του βγάζοντας μια μικρή λευκή κάρτα την οποία και της έδωσε .

~ Άλεξ Μπλάκερρυ ... φιλόλογος
69....~
Ο γνώριμος ήχος της κόρνας του αυτοκινήτου του αδελφού της , διέκοψε κάπως ατσούμπαλο την συζήτηση τους . Η Αριάδνη η έριξε ένα γρήγορο βλέμμα έξω για να επιβεβαιώσει αυτό που άκουσε . Χαιρέτησε κάπως βιαστικά τον άντρα απέναντι της και έτρεξε προς την έξοδο .
Η σαγηνευτική φωνή του τηβ σταμάτησε όμως πριν βγει έξω .
«Θα σε ξαναδώ σύντομα Bella Beatrice»
Η κοπέλα ενευσε χαμογελαστη πριν χαθεί πίσω από το παλιό αμάξι .

Δεν μπρουσε να γνωρίζει πως είχε μόλις υπογράψει την καταστροφή της ..

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now