Κεφάλαιο XVII

1.9K 146 18
                                    

~~ Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό . Αυτό θυμόταν μόνο . Αυτό και δυο άντρες που έμπαιναν συνεχώς μέσα αφήνοντας της λιγοστό φαγητό και νερό . Δεν άγγιζε τίποτα από τα δυο . Δνε είχε όρεξη .
Το σώμα της ήταν πληγωμένο , γεματο μολωπες και γρατζουνιές , ο πονος της ψυχής της ωστόσο ήταν πιο βαθύς . Η καρδιά της είχε διαλυθεί και η ίδια γνώριζε πως δνε θα ξαναδιορθωνοταν ποτε . Γνώριζε πως θα πέθαινε , θα την βασάνιζαν , θα έπαιζαν μαζί της διασκεδάζοντας όσο χρειαζόταν , όσος τους ήταν χρήσιμη και μετά θα την σκότωναν , πιθανώς κάνοντας το να φανεί σαν ατύχημα .
Θα κατέληγε νεκρή , ένα άψυχο σώμα βορά για τα αδέσποτα , ριγμένη σε ένα απόμερο σημείο , εκεί που η αστυνομία θα έβρισκε ότι θα είχε απομείνει .
Δεν τηβ φόβιζε ο θάνατος , ήθελε μόνο να έρθει σύντομα , για να κατευνάσει τον πόνο που ένιωθε μέσα της . Αυτή την φλόγα της προδοσίας που έτρωγε τα σώθηκα της γρηγορότερα  από ότι έκαναν οι απαγωγείς της με το σώμα της .
Δεν ήξερε πόσες μέρες είχαν περάσει , το φως δεν μπρουσε να διαπεράσει τους γκρίζους , σαπισμένο θα τοίχους του κελιού της . Τα ρούχα της είχαν σκιστεί , είχαν ποτίσει με το δικό της αίμα και με βρώμα . Τα χείλη της είχαν σκιστεί , τα μάτια της ήταν πρισμενα από το κλαμμα . Δεν μιλούσε , δεν είχε βγάλει ούτε μια κραυγή όταν με βία δίχως έλεος άντρες χτυπούσαν το κορμί της .
Δεν αντιδρούσε όταν την παρατούσαν μισολιποθυμη και την φωτογράφιζαν για να μπορέσουν να εκβιάσουν τον πατέρα της . Παρέμεινε σιωπηλή , να δέχεται το ένα χτύπημα μετά το άλλο , σαν άβουλη κούκλα που δεν είχε κανένα δικαίωμα στο να διαμαρτυρηθεί .
Έτσι και τώρα τς μάτια της , που θολωμενα είχαν χάσει τη νεανική τους λάμψη , είχαν καρφωθεί με απάθεια πάνω στην μεταλλική πόρτα που άνοιγε αφήνοντας λίγο φως να μπει στο χώρο . Αντανακλαστικά το σώμα της διπλώθηκε σε μια ανθρώπινη μπάλα , θέλοντας να αμυνθεί ελάχιστα για να μη ν αποκτήσει και άλλο σπασμένο πλευρό .
Εκείνος εμφανίστηκε φορώντας μαύρα ρούχα μπροστά της . Στα χείλη του ένα αναμμένο τσιγάρο είχε σχεδόν τελειώσει . Καπνός βγήκε από τα ρουθούνια του καθώς άφησε την ανάσα του ελεύθερη . Μέσα στο σκοτάδι τα μάτια του έμοιαζαν τελείως μαύρα , το πρόσωπο του όμως φαινόταν καθαρά . Το βλέμμα της Αριάδνης γέμισε με μίσος καθώς τον ένιωσε να την πλησιάζει . Ένα κύμα αηδίας την έκανε να θέλει να κάνει εμετό . Πόσος είχες στρέψει αυτόν τον άντρα , τόσο τον απεχθανόταν τώρα .
Τι πρόσωπο του ήταν σκληρό κι όμως ένα αχνό χαμογελ ο αφηνόταν ελεύθερο από τα χείλη του , σπάζοντας την αγριάδα του .
Τα βήματα του σταμάτησαν λίγο πιο μπροστά από εκείνη , και ο κορμός του λύγισε για να βρεθεί στο ύψος της .
Το κεφάλι της βυθίστηκε ανάμεσα στα γόνατα της μην θέλοντας να τον αντικρυσει . Και όμως τα δάχτυλα του, μακρυά και λεπτά απλώθηκαν στο πηγούνι της αρπάζοντας το με δύναμη , και φέρνοντας το βλέμμα της αντιμέτωπο με το δικό του .
Δίχως επιτυχία προσπάθησε να απελευθερωθεί από το κράτημα του εκείνος όμως ήταν πιο δυνατός , πάντα ήταν . Τα μοβ της μάτια καρφώθηκαν πάνω του πετώντας σπίθες που εάν ήταν δυνατόν θα μπορούσαν βα τον σκοτώσουν , με το μίσος που έκρυβαν μέσα τους . Το πρόσωπο του πλησίασε και άλλο φο δικό της , τόσο που η ανάσα του έπεφτε πάνω της . Μπρουσε να μυρίσει την νυκοτεινη και εύχομαι να είχε και εκείνη λίγη μέσα της , ίσως έτσι να πέθαινα γρηγορότερα από όσο εκείνοι ήθελαν .
Έπειτα η ανάσα του πλανηθηκε στο  μάγουλο της , μέχρι που έπεφτε βαριά πάνω στο αφτι της κάνοντας την αν ανατριαχιασει .
Τα δόντια του εγκλώβισαν τον κονο της φιλώντας τον αισθησιακά . Τόσο πολύ που για μαι στιγμή η Αριάδνη ένιωσε να χάνει τον εαυτό της από την απόλαυση . Για μια μόνο στιγμή , για ελάχιστα δευτερόλεπτα πίστεψε απατηλά πως οκά ήταν απλώς ένα κακό όνειρο και εκείνη θα ξυπνούσε στην αγκαλιά του ευτυχισμένη .
«Ποσο μου αρέσει που ακόμη δεν μπορείς να μου αντισταθείς . Θα περάσω καλά μαζί σου μικρή .... και μετά θα σε σκοτώσω Βεατρίκη ....» η βαριά χροιά του την έβγαλε ατσούμπαλα από τηβ ουτοπία της  και μέρα χείρα της προσπάθησε να τον απομακρύνει από κοντά της , πλημμυρισμένη με αηδία προς τον ίδιο της ευάλωτο εαυτό .
Ο Αλεξ σηκώθηκε στο ύψος του και με ένα καταχθόνιο χαμόγελο βγήκε έξω αφήνοντας την μόνη της , με δάκρυα που για Καΐμη μαι φορά μούσκεψαν το κρύο πάτωμα ..

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now