Κεφάλαιο LXIX

958 86 3
                                    

~ζω σε ένα όνειρο δίχως εσένα . Ξυπνάω σε ένα νεκρό λιβάδι . Γυμνά κλαδιά με καλωσορίζουν . Σύννεφα καλύπτουν τον ουρανό . Μπορώ να διακρίνω ορισμένες αχτίδες . Είμαι μόνη . Λες και βρίσκομαι σε έρημο . Είναι λες και κάποιος έχει τραβήξει την ζωή από αυτό το μέρος . Λείπεις . Πονάω.  Νιώθω κάθε σημείο του κορμιού μου να υποφέρει . Τι μου έχει συμβεί ; Δεν μπορώ να αναπνεύσω . Ο λαιμός μου . Με σφίγγει . Βλέπω τα χέρια μου . Είναι χλωμά . Κοκαλιάρικα . Είναι ήσαν να τραβούν και από εμένα τη ζωή. Γιατί με έχεις αφήσει ; Που είσαι ; Εγώ περίμενα εσένα . Τον σωτήρα μου . Τον πρίγκιπα  μου . Στραγγίζουν την ζωή μου δεν με ακούς ; Το τοπίο γύρω μου αλλάζει . Βαθύ σκοτάδι πέφτει . Ο ήλιος χάνεται εντελως.  Δεν βλέπω . Μόνο ακούω . Μια ρυθμική ανάσα , έναν αμυδρό χτυπο . Νομίζω πως είμαι νεκρή . Όχι . Όχι δεν είμαι . Αισθάνομαι . Αυτό σημαίνει πως ζω . Τα δάχτυλα των ποδιών μου γραγαλιουνται απ Ότο χορτάρι . Και ας είναι ξερό . Εγώ ζω . Ξεχωρίζω μέσα στα νεκρή φύση . Με μπερδεύουν για νεκρή . Κάνουν λάθος με ακούς ; Εγώ ακούω την φωνή σου . Αισθάνομαι το χέρι σου να κρατάει το δικό μου . Αντιλαμβάνομαι την κάθε σου λέξη . Μα εσυ  λείπεις . Που είσαι ; Γιατί σε ακούω δίχως να σε βλέπω ; Γιατί τα μάτια μπυ δεν ανοίγουν . Μην τους ακούς ! Σου λένε πως είμαι νεκρή . Λένε ψέματα ! Αγάπη μου ψέματα . Θέλω να σου μιλήσω . Έχω τόσα να σου πω . Μου έχεις λείψει . Τόσο καιρό . Θέλω να σε νιώσω . Τα χείλη σου πάνω στα δικά μου . Και τότε το λιβάδι θα ανθίσει . Βοήθησε με . Χρειάζομαι εσένα για να φύγω από εδώ πέρα .
Δεν είμαι νεκρή εγώ ! Με ακούς ; Μην τους αφήσεις να σε πείσουν . Τους ακούω . Ποσό αφελείς είναι ; Δεν βλέπουν πως η καρδιά μπυ χτυπάει ; Πως γίνεται να με βαφτίζουν νεκρή ; Τι και εάν είμαι δυο μήνες σε κώμα ; Τι και εάν δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου ; Προσπαθώ δεν το βλέπουν ;! Δεν καταλαβαίνουν τον αγώνα μου ; Είναι χαζοί καρδιά μου .  Με καταδικάζουν σε έναν θάνατο που δεν θέλω . Δεν τους το ζήτησα εγώ ! Είναι γελοίοι . Ανθρωπάκια του συστηματος . Θέλω τόσα να που πω . Για το πως μου φέρθηκε εκείνος . Για το τι έγινε όσο εσυ ήσουν μακρυά . Σε αγαπάω .
Ένας μανιασμένες αέρας με ταρακουνάει . Μπορώ να δω επιτέλους τι φοράω . Είναι ένα λευκό φόρεμα . Ανεμίζει στο απέραντο κενό . Στο σκοτάδι . Φοβάμαι μόνη . Θέλω να κλάψω . Σαν τότε που ήμουν παιδί . Όμως πλέον δεν είμαι . Και ξέρω πως δνε πρέπει να μα φοβίζει το άγνωστο . Που είσαι ; Γιατί δεν έρχεσαι να με πάρεις ; Μου το είχες υποσχεθεί . Γαμωτο σου ! Μου λες και εσυ ψέμματα ; Πιστεύεις τους ηλίθιους τους γιατρούς που βιάζονται να με ξεφωρτοθουν ; Ζω σου λέω !
Δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου πλέον ελεύθερα . Δεν έχω άλλο κουράγιο να τα κρατήσω . Ξέρω πως σου έχω υποσχεθεί να μην κλαίω . Όμως εγώ είμαι πλέον μόνη και εσυ δεν είσαι εδώ . Και δεν μπορώ να μακρυά σου . Δεν εγκαταλείπω καρδιά μου . Είμαι απλώς κουρασμένη . Νιώθω πως πρέπει να κοιμάμαι συνέχεια . Λες και δούλευα αδιάκοπα για χρόνια ολόκληρα . Το ίδιο τοπίο τόσο καιρό . Βαρέθηκα ! Είναι σαν κόλαση . Θέλω να ξυπνήσω ! Γιατί το κορμί μου όμως δνε υπακούει στην επιθυμία του μυαλού μου ; Ηλιθιο κορμί ! Από κατάρα είσαι πλασμένο και εσυ . Κατάρα την μητέρας μου . Την είδα εδώ . Κάπου με τα μάτια της , εκείνα που έχω κληρονομήσει , να με κοιτάζει έντονα . Δεν μπορώ να την πλησιάσω . Χάνεται κάθε φορά . Έχω κολλήσει σε ένα σημείο .
Ένα λιβάδι με γυμνά κλαδιά . Και εγώ στη μέση μόνη . Μια σκέτη παραφωνία .
Ζω !~
Τα μηχανήματα άρχισαν να χτυπούν γρηγορότερα . Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του . Το πρόσωπο του ταλαιπωρημένο . Ούτε ο ιδιος θυμόταν ποσό καιρό είχε να κοιμηθεί φυσιολογικά . Είχε πάλι σπασμούς . Οι γιατροί μπήκαν γρήγορα μέσα . Δνε προσπάθησαν να τον απομακρύνουν . Γνώριζαν πως δεν θα είχε κανένα νόημα . Εκείνος θα έμενε πάντα δίπλα της .
Του έλεγαν πως ήταν σχεδόν αδύνατο να ξυπνήσει . Τα τραύματα της ξταν πολλά και βαθειά . Την είχε καταστρέψει οποίος και να της το έκανε αυτό . Δεν του πίστευε . Δνε ήθελε να δεχθεί πως θα την έχανε .
Ο αλεξ τουλάχιστον γνώριζε πως ήταν νεκρός . Και όμως δεν ένιωθε πως είχε πληρώσει για όσα της είχα προκαλέσει . Εκείνο το κάθαρμα έπρεπε να βασανίζεται κάθε μέρα . Δεν ήταν όμως πλέον στα δικά του χέρια .
Το χέρι του έσφιξε εκείνο της κοπέλας . Είχε αδυνατίσει τόσο πολύ . Έμοιαζε τόσο εύθραυστη και αβοήθητη . Μπορεί οι μώλωπες να είχαν υποχωρήσει όμως εκείνη δεν ξυπνούσε . Τη είχε βρει έτσι αναίσθητη . Και νοσταλγούσε κάθε της βλέμμα .
Τα μηχανήματα ηρέμησαν και πάλι . Οι παλμοί της ήταν φυσιολογικοί ξανά . Είχε περάσει και αυτή η τρυκαιμια .
«Κουράγιο Βεατρίκη .. ξέρω πως θα έρθεις κοντά μου μωρό μου . Πάλεψε σε ικετεύω . Δεν ζω μακρυά σου .»
Ψέλλισε ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του .

~ 2 μήνες πριν
Πήγαινε πάνω κάτω στο άδειο δωμάτιο . Χα περάσει τρεις εβδομάδες δίχως να εντοπίσουν ούτε το παραμικρό τους ίχνος . Κανένας από τους άντρες του δεν είχε καταφέρει να βρει το αυτοκίνητο του ριτσαρντ . Ούτε κάποιο που να είχε κλαπεί και χρησιμοποιηθεί . Ξταν λες και τους είχε καταπιεί η γη .
Το βλέμμα του έπεσε πάνω στην κόρη του . Κοιμόταν στο κρεβάτι . Τα δάκρυα δεν είχαν στέγνωσει ακόμη πάνω στα μάγουλα της . Της έλειπε η μητέρα της . Και ήταν φυσικό . Όμως ο ιδιος δεν μπορούσε να την παρηγορήσει .
Πως θα μπορούσε όταν ένιωθε ακριβώς το ίδιο ; Είχε απελπίσει.  Πίστευε πως πλέον δνε θα την έβρισκε ποτέ . Όλοι του έλεγαν να κάνει κουράγιο . Εκείνος όμως είχε εξαντλήσει κάθε υπομονή του .
Το κινητό του χτύπησε κάνοντας τον να αναπήδησε . Ήταν ένας από τους γνωστούς του . Από τους πολλούς που είχε βάλει επι ποδός για να την εντοπίσουν . Τα δάχτυλα του έτρεμαν . Με το ζόρι κρατούσε σταθερή την συσκευή στο αυτί του .
«Σε ακούω .» Η φωνή του έβγαινε άχρωμη . Λες και κάποιος του είχε στραγγίξει την ψυχή . Και αυτό γιατί μακρυά της δεν υπήρχε τίποτα .
«Τον βρήκαμε .»
Δυο λέξεις . Αυτές οι δυο λέξεις που άκουσε ήταν αρκετές για να κάνουν την καρδιά του να χτυπήσει ξανά . Αυτό περίμενε καιρό τώρα .
Ήθελε να ουρλιαξει από την χαρά του . Προσπάθησε όμως να συγκρατηθεί . Δνε πρέπει να ξυπνήσει η μικρή .
Βγήκε από το δωμάτιο σαν σίφουνας και κατέβηκε στο σαλόνι . Πεταμένα χάρισα και μπουκάλια από ποτό παντού . Άθλια κατάσταση . Παραμέρισε μερικά και κάθισε στο καναπέ . Έπρεπε να ακούσει προσεκτικά .
«Που είναι ;»
«Στη Σκωτία . Σε ένα απομονωμένο μέρος . Δεν πάει κανένας εκεί . Γι αυτό ήταν δύσκολο να τον βρούμε . Έκανε όμως το λάθος και εμφανίστηκε σε νέα κοντινό χωριό . Κάποιος τον αναγνώρισε αμέσως και με ενημέρωσε .»
«Τέλεια . Θα έρθω απευθείας εκεί .»
«Περίμενε όχι έτσι . Ίσως να έχει άντρες . Χρειαζόμαστε σχέδιο .»
«Θα μαζέψω όλους τους άντρες μας . Και μετά θα πάμε κατευθείαν εκεί . Δεν διστάζω σε τίποτα . Θα πεθάνει το κάθαρμα .»
«Πρέπει να είμαστε σίγουροι πως θα πάρουμε το κορίτσι . Χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία μας .»
«Την γυναίκα την αναλαμβάνω εγώ . Θα σιγουρευτώ πρώτα πως θα είναι ασφαλής και μετά θα ορμήσουμε μέσα .»
Ο Ανδρέας από την άλλη πλευρά της γραμμής συμφώνησε διστακτικά έπειτα η κλήση τερματίστηκε .
Κοίταξε έξω απ Ότο παράθυρο . Ξημέρωνε . Για πρώτη φορά μετά από μέρες αντιλήφθηκε ποσό όμορφο ήταν το φως της ημέρας .
Πήρε τηλέφωνο όσους γνώριζε πως θα τον βοηθούσαν και έπειτα πήγε κοντά στην κόρη του . χάιδεψε απαλά το κεφαλάκι της χαμογελώντας ελάχιστα .
«Η μαμά θα είναι σύντομα κοντά μας κόρη μου . Θα κάνω τα πάντα για να γίνει αυτό .»

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ