Κεφάλαιο XII

2K 160 2
                                    

Ήταν Δευτέρα . Μια φριχτή μέρα από όλες τις απόψεις . Η μέρα που απέφευγε από την ημέρα που επέστρεψε . Να επισκεφτεί τον πατέρα της . Τέλη Νοεμβρίου και ο καιρός είχε χαλάσει δραματικα. Τα πρώτα χιόνια είχαν ήδη καλύψει το Λονδίνο ενώ το κρύο ήταν τσουχτερό και συνεχές .
Τα μαθήματα του πρώτου εξαμήνου στη σχολή έφταναν στο τέλος τους και μαζί τους ερχόταν και οι εξετάσεις . Εάν και παρακολουθούσε μον ο δυο μαθήματα η Αριάδνη ένιωθε την πιέσει να φτάνει στην κορυφή . Τους δυο τελευταίους μήνες είχε αφιερώσει πολύ από το χρόνο της στο να διαβάζει και να βγαίνει βόλτες με τον Μίκαελ , που είχε ξεχαστεί με το θέμα τον Αλεξ .
Τον έβλεπε μονάχα στο μάθημα και ποτε αλλωτε . Φρόντιζε να φεύγει πριν την καταλάβει και πάντα κυκλοφορούσε με τον Μίκαελ δίπλα της .
Σηκώθηκε αγανακτηςμενη απ Ότο κρεβάτι της , τα μαλλιά της είχαν πλέον κοπεί μέχρι λίγο πιο πάνω από τους ώμους της δεν την ταλαιπωρούσαν πλέον τόσο πολύ . Τα μο της μάτια έμοιαζαν θολά , ντσυαγμενα ακόμη . Έκανε ένα γρήγορο μπάνιο πριν φορεσει το αγαπημένο της πουλόβερ και ένα μαύρο τζιν . Έριξε μαι μάτια από το παραθυρο . Το χιόνι έπεφτε για ακόμη και μέρα πυκνό και κάλυπτε ακόμη πιο λευκά τα πεζοδρόμια τους δρόμους και τα πάρκα .
Οι πολυάσχολοι Λονδρέζοι , ωστόσο δεν φαινόταν να πτοούνταν από τον βαρύ καιρό . Περπατούσαν απασχολημένο ιστός δρόμου ενώ η κίνηση συνέχιζε να υπάρχει .
Κατέβηκε τις σκάλες από το διαμέρισμα της σχεδόν τρέχοντας για να ζεσταθεί και βρέθηκε απότομα στο κρύο αέρα . Το σώμα της ανατρίχιασε ολόκληρο μπροστά στην απότομη αλλαγή . Το διαμέρισμα της μπει να μην διάθετε θέρμανση όμως μια μικρή σόμπα ήταν αρκετή για να την κρατάει ζέστη . Ξεκίνησε να περπατάει μέχρι την πλησιέστερη στάση του λεωφορείου . Στις εισόδους μερικών πολυκατοικιών παιχνιδιάρικοι χιονανθρωποι έδιναν μαι χαρμόσυνη νότα . Λάτρευε να τους χαζεύει καθώς περπατούσε ανάλαφρα . Ήταν για την ίδια αριστουργήματα της τέχνης με τα αστεία τους καπέλα και κασκόλ . Συνειδητοποίησε πως ένα χαζό χαμογελ ο είχε σχηματιστεί στα χείλη της μέχρι την στιγμή που έφτασε στη στάση .

Το αστικό λεωφορείο την άφησε έξω από μια χιονισμένη μονοκατοικία στα δυτικά προάστια της πόλης . Οι τοίχοι είχαν ένα απαλό μπεζ χρωμα ενώ μια κατακόκκινη σκεπή είχε καλυφθεί από ένα λευκό σεντόνι .
Αναστέναξε νοσταλγικά καθώς μνήμες από τα παιδικά της χρόνια κόλλησαν στο μυαλό της . Όταν ήταν μικρό κορίτσι λάτρευε να πέσει στην μικρή τους αυλή παρέα με τον αδερφό της . Ο πατέρας της ηταβ πάντοτε απών , το είχε συνηθίσει και δεν την πειράζει .
Με διστακτικά βήματα που μετά βίας νόμιζες πως κινούν άνθρωπο πλησίασε την σιδερένια πόρτα με τα ανάγλυφα σχέδια και χτύπησε το κουδούνι με το όνομα Γουάιτ γραμμένο πάνω του . Πριν περάσει πολύ ώρα ένας μεσήλικας άντρας με γκριζαρισεμενα σε μερικά σημεία κατάλευκα όπως το χιόνι μαλλιά . Τα μάτια του ήταν σκούρα καστανα . Όπως ακριβώς τα θυμόταν . Παρότι είχαν περάσει 7 χρόνια λίγα πράγματα είχαν αλλάξει πάνω στον Ρομπερτ Γουάιτ τον πατέρα της . Έμοιαζε πιο ξεθωριασμένος λες και η ζωή είχε τραβηχτεί από πάνω του , το σώμα του είχε κακοιυριασει ενώ είχε πάρει και μερικά κιλά .
Εκείνος την κοίταξε προσεκτικά για λίγο μέσα από τα μεγάλα του γυαλιά . Ώστε φοράει και γυαλιά πλέον . Συλλογιστηκε . Παρέμεινε σιωπηλή περιμένοντας αυτόν να κάνει την την πρώτη κίνηση . Και όταν εκείνος την τράβηξε στην αγκαλιά του η Αριάδνη δεν μπόρεσε παρα να του την ανταποδώσει και να αφήσει δάκρυα συγκίνησης να πέσουν από το πρόσωπο της . Της είχε λείψει πολύ ο πατέρας της . Μόνο τώρα καταλάβαινε ποσο πολύ .
Λίγες στιγμές αργότερα απομακρύνθηκε από κοντά του και τον κοίταξε χαμογελαστη .
«Άρια ποσο μεγάλωσες κορίτσι μου !» Τον άκουσε να της λέει συγκινημένος .
«Ένα δεν είχες τα μάτια της μητέρας σου δεν θα σε είχα αναγνωρίσει . Μου ελειψες κόρη μου .»
«Κι εμένα μου ελειψες μπαμπά . Πολύ .» Του απάντησε αμήχανα . Δεν ήταν ποτε δεμένη με τον πατέρα της . Δικό του το λάθος εκείνη προσπάθησε πολλές φορές να έρθει κοντά του Μα την έσπρωχνε μακριά . Ένιωθε πως και ο ίδιος τώρα ήθελε να έρθουν πιο κοντά . Μόνο που πίστευε πως η απόσταση μεταξύ τους δεν θα μπρουσε πλέον να γεφυρωθεί .
Πέρασε μέσα στο σπίτι , που μύριζε έντονα καφέ . Τα πάντα ητνα τακτοποιημένα στη θέση τους , κάτι που η ίδια δεν είχε συνηθίσει να βλέπει όσο έμενε εκεί . Συνήθως άδεια μπουκάλια Μπύρας ή άλλων αλκοολούχων ποτών ήταν παραπεταμένα παντού , τόσο συχνά που ήταν ανούσιο να τα μαζέψεις καθώς ήξερες πως σε δυο ώρες θα τα έβρισκες πάλι μπροστά σου. Προς μεγάλη έκπληξη της Αριάδνης ωστόσο , κανένα ποτό δεν ήταν μέσα στο σπίτι , τουλάχιστον στο σαλόνι .
«Έχω κόψει το ποτό από τότε που .... ξέρεις έφυγες ..»
η Αριάδνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της . Καταλάβαινε .
«Τελικά η απουσία μου έκανε και ένα καλό .» Είπε με ένα θλιμμένο χαμόγελο . Προσπαθούσε να φανεί αστεία Μα δεν είχε πολλή επιτυχία . Κάθισε σε έναν απ όρους μεγάλους καναπέδες ενώ ο πατέρας της εξαφανιστηκε για λίγο πριν γυρίσει με μαι μεγάλη κούπα καφέ .
«Σκέφτηκα πως ίσως θα ήθελες .»
«Το ήθελα πολύ . Σε ευχαριστώ .»
Πήρε στα χέρια της την κούπα και ήπιε μια μεγάλη γουλιά πριν αφήσει ένα επιφώνημα ευχαριστήσεις να δραπετεύσει από τα χείλη της . Ο καφές ήταν το δικό της ναρκωτικό . Της ήταν απαραίτητο κάθε πρωί .
«Ο Παύλος ;»
«Έχει βγει με την αρραβωνιαστικιά του , υποσχέθηκε όμως πως θα επιστρέψει νωρίς φια να σε δει .»
«Δεν θα με πειράζε εάν δεν μπορούσε να μείνει ... πραγματικά . Δνε θα μεινω για πολύ έτσι κι αλλιώς .»
«Έχω μαγειρέψει . Μακαρόνια με κοτόπουλο είναι ...»
«Το αγαπημένο μου . Σε ευχαριστώ . Δεν χρειάζεται να να μπενεις σε τόσο κόπο . Δεν είχα σκοπό να μεινω για φαγητό .»
Βλέποντας την στεναχώρια και την απογοήτευση στο πρόσωπο του ένιωσε κάτι μέσα της  να σπάει .
«Όμως ... αφού ετοιμασες   το αγαπημένο μου δεν γίνεται να πω όχι .»
Το πρόσωπο του φωτίστηκε αμέσως . Η βρα μέχρι το μεσημεριανό πέρασα παραδόξως ευχάριστα . Η Αριάδνη στην πραγματικότητα βρήκε την εαυτό της να διασκεδάζει με τα αστεία του πατέρα της . Ίσως να είχε προβλέψει λάθος . Ίσως να υπήρχε ακομη ελπίδα για να έρθουν κοντά .
Όταν ο Παύλος γύρισε σπίτι τους βρήκε να παίζουν σαν μικρά παιδιά στην κουζίνα . Δεν μπορεσα παρα να χαμογελάσει μπροστά στηβ εικόνα . Ίσως τα πράγματα να έφτιαχναν επιτέλους .
«Ει εμένα θα με αφήσετε στηβ απέξω ;»
Η Αριάδνη έστρεψε το βλέμμα της στο αδερφό της γελώντας ακόμη .
«Μην γκρινιάζεις παραπονιάρη, έλα εδώ γίνεται να σε αφήσουμε έτσι ;» Του είπε καθώς τον πλησίασε και με το χέρι της τον παραλείψε με λίγη κόκκινη σάλτσα .
Αργά το απόγευμα πλέον η Αριάδνη αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να φύγει . Είχε μάθημα αύριο στο πανεπηστημιο και δεν ήθελε να εμφανιστεί σαν ζόμπι . Υποσχέθηκε στον πατέρα της πως θα ερχόταν ξανά μέσα στην εβδομάδα και αφού αγκάλιασε και τους δυο άντρες βγήκε από το σπίτι χαρούμενη .
Κρυμμένος σε ένα στενό σοκάκι , ένας άντρας με μαύρα μαλλιά και άγρια όψη γέλασα καθώς παρατηρούσε το κορίτσι με την λεπτή σιλουέτα και τα κοντά σγουρά μαλλιά να κατηφορίζει ανάλαφρο στην κατηφόρα .
Το χέρι του βυθίστηκε στην τσέπη του μαύρου του μπουφάν και έβγαλε έξω μαι συσκευή κινητού τηλεφώνου . Πληκτρολόγησε έναν γνωστό του αριθμό και περίμενε υπομονετικά μέχρι ο άντρας που καλούσε να σηκώσει της γραμμή .
«Έλα αφεντικό . Βρίσκομαι στην γειτονιά .»
«Και ; Γιατί με ενοχλείς ;»
«Μάντεψε ποια γύρισε . Εκείνο το κορίτσι ... με τα περίεργα μάτια .»
Ένα ηχηρό και σατανικό γέλιο ακούστηκε από την άλλη πλευρά της γραμμής και έπειτα η κλίση τερματηστικε ....

Χρόνια πολλά χαρούμενα Χριστούγεννα σε όλους ❤️ Επέστρεψα κι εγώ στην Αθήνα και είπα να σας κάνω δώρο ένα κεφάλαιο . Είναι ένα από τα αγαπημένα μου . Κου αρέσει να βλέπω δεμένες οικογένειες . Από εδώ και πέρα τα πράγματα αρχίζουν να αποκτούν ενδιαφέρον .
Ελπίζω να το απολαύστε ❤️
Καληνύχτα σας 😘

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now