Κεφαλαιο LIV

913 97 21
                                    

~ Λίγο έξω από την Ρώμη .
Την είχε αφήσει με το αμάξι λίγο πιο μακρυά από το σπίτι της . Εκείνη του το είχα ζητήσει . Γνώριζε πως ο ριτσαρντ ήταν υπερβολικά ζηλιάρης . Δεν γνώριζε πως θα μπορούσε να αντιδράσει . Ήταν ήδη πολύ μπερδεμένη για να σκεφτεί λογικά . Ένιωθε μια έντονη ζάλη , καθώς περπατούσε μόνη της στο άδειο μονοπάτι . Τα φώτα του σπιτιού ήταν σχεδόν σβηστά . Ήταν άλλωστε αργά το βράδυ . Δεν περίμενε να έβρισκε κανέναν άλλον ξύπνιο προς από το ριτσαρντ .
Εκείνος θ ήταν όρθιος στο γραφείο του που έβλεπε στην πίσω αυλή και θα την περίμενε σε αναμμένα κάρβουνα . Προσπαθούσε να επεξεργαστεί στο μυαλό της τα όσα θα του έλεγε . Έπρεπε να διαχειριστεί λεπτά το θέμα . Ήθελε απαντήσεις , για το παρελθόν της , για τα πάντα . Και γνώριζε πως εάν τον πίεζε δεν θα της έλεγε τίποτα.
Οι φυλακές έλειπαν από την μεγάλη καγκελόπορτα γεγονός πως της έκανε να ανησυχήσει . Ποτέ δεν έφευγαν . Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει ακανόνιστα . Τι είχε συμβεί ; Άρχισε να τρέχει γωνία να φτάσει κοντά .η μεγάλη πόρτα άνοιξε διχως ιδιαίτερη αντίσταση αφήνοντας την να περάσει μέσα .
Ένα ξαφνικό μπουμπουνητό την έκανε να παγώσει στη θέση  της . Στη συνέχεια μια δυνατή καταιγίδα ξέσπασε λούζονται την με παγωμενη βροχή . Τα μαλλιά της κόλλησαν στο πρόσωπο της ενώ τα ρούχα της την έκαναν να κρυώνει . Ο μανιασμένος αέρας χειροτέρευε την κατάσταση . Ήταν σχεδόν σίγουρη πως αύριο θα ήταν άρρωστη .
Με όση δύναμη της είχε απομείνει περπατήσει τις την πόρτα και χτύπησε στο κουδούνι . Ο ήχος ισαπ το ακούστηκε μέσα στην δυνατή βροχή . Για λίγο επικράτησε σιωπή , έπειτα μπορούσε να ακούσει τον αναιπεσθητο ήχο των βημάτων να πλησιάζουν την άλλη πλευρά της πόρτας .
Όταν πλέον αυτή άνοιξε το βλεμμα της συνάντησε εκείνο του μαύρα που είχε παντρευτεί . Στην αρχή την κοιτούσε έκπληκτος, μετά μόλις συνειδητοποίησε την κατάσταση της την τράβηξε μέσα,
Η Αριάδνη τον κοιτούσε μπερδεμένη . Για πρώτη φορά άρχισε να έχει αμφιβολίες για την σχέση της μαζί του . Αμφιβολίες που εκείνος της είχε προκαλέσει .
Ο ριτσαρντ διχως δεύτερη σκέψη , κες και δεν είχε προσέξει τα βρεγμένα της ρούχα την έσφιξε στην αγκαλιά του . Κες και δεν τον ένοιαζε να βραχεί . Κανονικά θα έπρεπε να τον αγκαλιάσει και εκείνη η σφιχτά . Όμως τώρα ένιωθε τόσο ψυχρά απέναντι του όσο δεν είχα νιώσει ποτέ άλλωτε αυτά τα χρόνια .
Ωστόσο τύλιξε απαλά τα χέρια της γύρω του για να μην καρφωθεί και τραβήχθηκε σχεδόν απευθείας πίσω νιώθοντας περίεργα .
«Τι συνέβη ;»
Το μπερδεμενο του βλεμμα την έκανε να νιώσει τύψεις για λίγο μόνο πριν την κοιτάξει κενά διχως κάνανε συναίσθημα .
«Ει...είναι βρεγμένη θα κρυώσεις .» Του είπε ψιθυριστά τον τον αφήσει πίσω της . Έπρεπε να ζεσταθεί , αλλιώς θα ήταν πολύ άσχημα αύριο .
«Θες να βάζω το τζάκι ; Θα σε βοηθήσει .»
«Ναι ...θα το ήθελα σε ευχαριστώ πολύ .»
    Λίγα λεπτά αργότερα μικρές φλόγες έβγαιναν από τα πυρακτωμένη ξύλα στο μεγάλο τζακι του σαλονιού . Εκείνη καθόταν κουκούλωμενη με μια κουβέρτα και μια κούπα ζεστό τσάι στο άλλο της χέρι . Ο ριτσαρντ την άφησε για λίγο να ηρεμίσει πριν επιστρέψει κοντά της . Μέσα του καιγόταν να μαθει τι είχε συμβεί . Το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν πως δεν είχε θυμηθεί . Δεν θα άφηνε κάτι τέτοιο να γίνει . Θα την κλείδωνε εδώ μέσα εάν ήταν απόλυτη ανάγκη .
Δεν θα κινδύνευε να την χάσει . Ούτε εκείνη ουδέ την Μιρα .
Ειχε στηρίξει τον κορμό του σώματος του πάνω στο κούφωμα της πόρτας και την κοίταζε . Η γαλήνια εικόνα της ηρεμούσε και τον ίδιο με μοναδικό τρόπο . Ποτέ δεν θα μπορούσε να καταλάβει πως αυτή η γυναίκα είχε καταφέρει να βγάλει το καλό του πρόσωπο στην επιφάνεια . Και όμως κάθε φορά που αντίκρυσε το βλεμμα της ξεχνούσε κάθε πρόβλημα κάθε θυμό του .
Την πλησίασε διστακτικά και κάθισε δίπλα της . Εκείνη η γύρισε να την κοιτάξει και του χαμογέλασε ελάχιστα . Μικρές τούφες από τα μαλλιά της είχαν πέσει πάνω στο πρόσωπο της . Διχως να το σκεφτεί παραπάνω άπλωσε τα δάχτυλα του και τα απομάκρυνε . Σε κάθε άγγιγμα του δέρματος της όλος του ο κόσμος αναταραζοταν με παράλογο τρόπο .
«Που ήσουν ;» Κατάφερε επιτέλους να την ρωτήσει αυτό που τον έτρωγε περισσότερο από όλα .
«Δεν ...δεν ξέρω ακριβώς , κάπου στο κέντρο . Με πήγε σε ένα ξενοδοχείο . Ξύπνησα μέσα στο δωμάτιο του .»
«Σε άγγιξε ;» Η φωνή του βγήκε πολύ πιο απότομη από ότι θα ήθελε να βγει , και εισέπραξε ένα θυμωμένο βλεμμα από την ίδια .
«Δεν θα τον άφηνα ποτέ να με ακουμπήσει  με το τρόπο που το σκέφτεσαι . Είμαι παντρεμένη με εσένα . Δεν θα τολμούσα να ατιμάζω την τιμή σου .»
«Η τιμή μου είναι το τελευταίο πράγμα που με νοιάζει Αριάδνη . Εσυ θέλω να είσαι καλά . Εσένα αγαπώ . Είσαι όμως ;»
«Εγώ ... νομίζω πως είμαι . Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος ; Τι ακριβώς θέλει από εμένα ;»
«Είναι ... ένας παλιός  μου συνεργάτης .»
«Και γιατί δεν τον έχω δει ποτέ ξανά . Δεν φαινόταν φιλικός μαζί σου .»
«Δεν είναι πλέον . Έχουμε σταματήσει να συνεργαζόμαστε πολλά χρόνια πριν . Πριν από το ατύχημα σου . Ήταν ένα βίαιο περιστατικό ότι καλύτερα είναι που δεν το θυμάσαι .»
«Γι αυτό δεν μου μίλησες ποτέ γι εκείνον ;»
«Ακριβώς . Δεν θέλω το μυαλουδάκι σου να σκοτίζεσαι με τέτοια πράγματα .»
Η Αριάδνη δεν τον πίστευε , δαν μπορούσε όμως να πει κάτι . Έπρεπε να είναι προσεκτική με τις κινήσεις της . Ας έδειχνε την πλήρη υποταγή της . Έτσι απλώς ενευσε και τον άφησε να συνεχίσει .
«Δεν ήθελα να χαλάσει έτσι η βραδιά . Ανησύχησα τόσο πολύ για εσένα Αριάδνη . Οι άντρες μου σε ψάχνουν παντού .»
«Γι αυτό ήταν άδεια η πύλη ;»
«Ναι έστειλα τους πάντες.»
«Τι θέλει από εμάς αυτός .»
«Θέλει να με κάνει να χάσω όσα είναι σημαντικά για εμένα . Εσύ και η κόρη μας είστε οι κινέζο το μετράτε .»
«Κατάλαβα . Είναι καλύτερα να πάω να ξαπλώσω . Έχω μάθημα αύριο .»
«Οχι Αριάδνη .οχι δεν έχεις κανένα μάθημα .» Ο τόνος του ήταν απόλυτος . Δεν άφηνε περιθώρια για συζήτηση . Η κοπέλα τον κοίταξε σηκώνοντας το φρύδι της .
«Νομίζω πως δεν σε καταλαβαίνω .»
«Δεν θα ξαναπάς στη δουλειά Αριάδνη . Έχω στείλει την παραίτηση σου . Δεν θα ξαναβγείς από το σπίτι . Ούτε εσυ ούτε η μικρή .»
«Ο λόγος ;»
«Επειδή έτσι το λέω εγώ ! Είμαι ο άντρας σου και έχω κάθε δικαίωμα να σε κλείσω εδώ μέσα εάν είναι για το καλό σου !»
«Δεν μπροεις να με έχεις φυλακισμένη ριτσαρντ ! Όχι  επειδή ζηλεύεις συνεχώς !»
«Μην με κανεις να σου δείξω  το πρόσωπο του εαυτού μου που δεν θέλω να δεις ! Θα μείνεις εδώ είτε το θέλεις είτε όχι ! Και θα σε φρουρούν κάθε μέρα !»
«Αυτό είναι άδικο ! Δεν σου ανήκω !»
«Φυσικά και μου ανήκεις Αριάδνη . Από την στιγμή ότι παντρεύτηκες μαζί μου η ζωής σου και η ζωή της κόρης μας εξαρτάται αποκλειστικά απ ο εμένα !»
Η κοπέλα έμεινε να τον κοιτάζει εμβρόντητη . Εκείνος δεν ήταν ο γλυκός άντρας που είχε συνηθίσει . Τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει επικίνδυνα . Τον φοβόταν . Περισσότερο για την κόρη της παρά για την ίδια . Έπρεπε να βρει σύντομα έναν τρόπο να θυμηθεί το παρελθόν .
Σηκώθηκε για να φύγει από κοντά του όταν το χέρι του την κράτησε με δύναμη .
Μόρφωσε από τον πόνο ΜΑ δεν μίλησε .
«Δεν έχεις να πας πουθενά .»
«Θέλω να ξεκουραστώ .» Του απάντησε ψύχραιμα ελπίζοντας πως θα την αφήσει .
«Όχι !» Τη τράβηξε κάνοντας την να κάθισε παν του. Έπειτα επιτέθηκε με βία στα χείλη της . Για πρώτη φορά η Αριάδνη ένιωσε αηδία γι τον άντρα που την άγγιζε , ωστόσο δεν έκανε κάτι .
«Εισαι δίκη μου ! Και σήμερα θα στο δείξω με κάθε τρόπο !» Η σκληρή φωνή του την εκΝα να δακρύσει . Η σκέψη της ταξίδεψε σε δυο μαύρα μάτια που πριν από λίγες ώρες την κοιτούσαν με τρυφερότητα . Αποφάσισε να αφοσιωθεί εκεί όσο το μαρτύριο της θα διαρκούσε . Δεν ήθελε να νιώσει . Δεν άντεχε ...

Εχεμ μην με βρίσετε σας παρακαλώ ... τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα σύντομα I promise 😂❤️

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now