Κεφάλαιο XLVI

927 88 6
                                    

~4 μήνες αργότερα

Τα πρώτα δείγματα του καλοκαιριού έκανα δειλά δειλά τηβ εμφάνιση τους και στο Λονδίνο , ο ήλιος που έλουζε την πολυάσχολη πόλη έφερνε μαζί του μέρες ζέστης και απόλυτης υγρασίας .
Χιλιάδες Λονδρέζοι αναζητούσαν στιγμές δροσιάς στα τοπικά πάρκα ή στις δημόσιες πισίνες . Κανένας δεν είχε όρεξη για να εργαστεί , παρα μόνο να γευτεί την άξαφνη καλοκαίρια.

Τα στόρια από τα βαριά πατζουρια δεν άφηναν το φως να μπει μέσα στο δωμάτιο του , που είχε πνιγεί μέσα στο σκοτάδι όπως και ο ίδιος . Τα πυκνά γενιά του κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος από το πρόσωπο του αφήνοντας τα μαύρα του μάτια να φαίνονται πιο άγρια από όσα ήταν .
Ένιωθε το σώμα του πιο βαρύ και ανηποφορο τους τελευταίους μήνες μακρυά της . Ήταν χειρότερα απ οτην προηγούμενη φορά που έπρεπε να την αποχωριστεί , διότι τώρα γνώριζε πως δεν θα μπορούσε να την ξαναβρεί ποτε .
Δεν είχε επικοινωνία με τον έξω κόσμο , όχι φια πολύ καιρό . Σπάνια έβγαινε από το ρετιρέ της πολυκατοικίας του για τροφή που αναγκάστηκα έβαζε στον οργανισμό του . Έπρεπε να μένει ζωντανός για να τηβ θυμάται , γιατί μόνο έτσι θα έμενε και εκείνη ζωντανή για πάντα μέσα στην καρδιά του .
Έριξε μια έβαιναν μάτια στο τραπέζι μπροστά του . Ένα γεματο σταχτοδοχείο , πεταμένα χαρτιά και ένα αδειο μπουκάλι με ουίσκι , το σαραβτηκοστο που είχε καταναλώσει .
Έπρεπε σύντομα να πάρει καινούργιο υπενθύμισε στον εαυτό του νοερά πριν ξανακλείσει τα μάτια του .
Τα μοβ της μάτια εμφανίστηκαν μπροστά του .

Ήταν γαλήνια . Φορούσε ένα λευκό φουστάνι . Πάντα της πήγαινε αυτό το χρωμα . Έκανε αντίθεση με  τα μάτια της . Τα καστανα της Μάλια έπεφταν σε ανάλαφρες μπούκλες κάτω από τους ώμους της μέχρι την μέση της .
Εκείνος βρισκόταν μαζί της . Σε ένα λιβάδι γεματο λευκούς κρίνους . Ο ηλιος ηταν εκτυφλωτικος , ωστόσο δεν έλαμπε όσο εκείνη στα δικά του μάτια . Η μοναδικότητα της τον έκανε να νιώθει ευλογημένος από την ζωή σχεδόν σαν να λυτρωνοταν από τις αμαρτίες του . Η παρουσία της ένοιαζε δώρο από τον θεό προς συγχώρεση του .
Στέκονταν λίγα μόλις βήματα μακρυά του Μα το άρωμα της είχε πλημμυρίσει τον χώρο . Του προκαλούσε μια ευχάριστη ζαλάδα , εκείνη το ερωτευμένου . Έκανε μερικά δειλά βήματα μπροστά της . Προσεκτικά για να μην την ενοχλήσει .
«Αγάπη μου ;»
Το σώμα της γύρισε προς το μέρος του και ένα αστραφτερό χαμόγελο ήρθε να ζεστάνει την καρδιά του . Ένιωθε ευτυχισμένος ξανά .
«Αλεξ ;! Ήρθες επιτέλους ;»
«Δεβ μπορούσα να σε αφήσω μόνη για πολύ , αφού το ξέρεις πως δεν αντέχω μακρυά σου .»
«Τότε γιατί με άφησες τότε ;»
Ξαφνικά ο ουρανός γέμισε σύννεφα , τόσο πυκνά που κάλυψαν με μιας τον λαμπερό ήλιο . Το πρόσωπο της κοπέλας που αγαπούσε σκοτινιασε αμέσως , το λευκό της φόρεμα βάφτηκε κόκκινο από το δικό της αίμα .
Προσπάθησε να τηβ αγγίξει κα το σώμα της ήταν σαν να μην έχει ύλη . Προσπάθησε να την πλησιάσει κι άλλο Μα τα πόδια του είχαν κολλήσει στηβ θέση τους .
«Αριάδνη ;»
Η φωνή του βγήκε βραχνή ,τρομοκρατημένη .
«Γιατί με άφησες Αλεξ ; Γιατί δεν ήσουν δίπλα μου όταν έπρεπε . Γιατί του επέστρεψες να με σκοτώσουν ;!»
Οι φωνές της γέμισαν τα αυτιά του , οι λέξεις επαναλαμβάνονταν διαρκώς στο μυαλό της σαν ενοχλητική μελωδία

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now