Κεφάλαιο VI

2.3K 187 7
                                    

Το γραφείο του ήταν πιστό αντίγραφο του εαυτού του . Όλα ταίριαζαν απόλυτα με το άντρα που το κατείχε . Βιβλιοθήκες από μαύρο ξύλο , γυάλινο γραφείο και τεράστια παράθυρα που έβλεπαν προς έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους του Λονδίνου . Το σκηνικό συμπλήρωναν τεράστιες βιβλιοθήκες γεμάτες με σπάνιους τόμους  βιβλίων . Η Αριάδνη μπόρεσε να αναγνωρίσει ορισμένους αγαπημένους της συγγραφείς ανάμεσα στα δερμάτινα εξώφυλλα .
Ο ίδιος ήταν σκυμμένος πάνω από μια στιβα χαρτιά και δεν φαινόταν καθόλου ήρεμος . Η Αριάδνη κατάπιε νευρικά . Δεν ήταν έτοιμη να τον αντιμετωπίσει ,ποσο μάλιστα ενώ εκείνος ήταν θυμωμένος . Η επιθυμία για να φύγει τρέχοντας από το γραφείο και την χώρα ήταν πιο μεγάλη από ποτε αλλωτε . Παρατήρησε καλύτερα τον χώρο γύρο της όσο πιο αθόρυβα μπορούσε , ελπίζοντας πως έτσι θα τον έκανε να ξεχνούσε την παρουσία της .
Μπροστά από το γυάλινο γραφείο (το οποίο ήταν τακτοποιημένο στην εντέλεια όπως άρμοζε στην χαρακτήρα του) , δυο δερμάτινες πολυθρόνες προσφέρονταν για την ανάπαυση οποιοδήποτε καλεσμένου του καθηγητή Μπλάκερρυ . Το βλέμμα της έπεσε διακριτικά πάνω του . Φορούσε κουστούμι , όπως συνήθιζε φυσικά  και εκείνα τα πολύ ερεθιστικά γυαλιά .
Τα μάτια της έπεσαν ντροπιασμενα στα μαύρα της Converse , που ήταν σκέτη παραφωνία με την πολυτέλεια του γραφείου . Η Αριάδνη συνηδητοποιησε απογοητευμένη πως ολόκληρη αποτελούσε μια παραφωνία μέσα στο γραφείο του . Ήταν λες και κάποιος έβαζε έναν πίνακα ζωγραφικής του Μποτιτσέλι δίπλα σε έναν κάδο σκουπιδιών . Αυτομάτως υποβαθμιζόταν και το έργο τέχνης και ο κάδος ακόμη πιο πολύ .
«Καθίστε επιτέλους δεσποινίς Γουάιτ .» Ο τόνος της φωνής του την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη . Ήταν κες και η θερμοκρασία του δωματίου είχε πέσει κατακόρυφα . Έριξε ακόμα μια μάτια γύρω της . Μια μικρή καρέκλα μπροστά από την βιβλιοθήκη της φαινόταν η κατάλληλη από στα δω από εκείνον. Πλησίασε προς το μέρος της και αφού ακούμπησε κάτω το σακίδιο της κάθισε στο κρύο έπιπλο .
Το βλέμμα του σηκώθηκε στιγμιαία και έπεσα πάνω της . Αμέσως έβγαλε τα γυαλιά του για να τριψει τα μάτια του . Το έκανε πάντα όταν ήταν κουρασμένος , η Αριάδνη το θυμόταν πολύ καλά . Όλα τα θυμόταν καλά. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να ξεχάσει κατά την απουσία της .
Ένα ξαφνικ οαναψοκοκκινησμα απείλησε να εμφανιστεί στα μαγουλα της , υποχώρησε ευτυχώς έγκαιρα για να μην τηβ προδώσει ,
«Γιατί δεν κάθεστε πιο κοντά ;»
«Κ..καλά είμαι κι εδώ.» Του απάντησε με μια ανεξήγητη ψυχρότητα να χρωματίζει τηβ φωνή της .
Πως γινόταν την μια στιγμή να τον φοβούνταν και την επόμενη να ήθελε να το σκοτώσει , ήταν κάτι που ούτε η ίδια μπρουσε να κατανοήσει .
«Δεσποινίς Γουάιτ Πλησιάστε σας παρακαλώ .» Η Αριάδνη έμενε όμως παγωμένη στη θέση της . Δεν ήθελε με τίποτα να υπακούσει την εντολή του . Κι ας γνώριζε πως κάτι τέτοιο θα τον εξαγριωνε .
Το χέρι του καθηγητή Μπλάκερρυ έσφιξε σε μαι δυνατή γροθιά , για να κατευνάσει τον θυμό που έβραζε σαν καζάνι στα σοθηκα του .
«Αριάδνη ελα αμέσως πιο κοντά !»
Τέρμα οι τυπικότητες , σκέφτηκε η κοπέλα καθώς σηκώθηκε σαν βρεγμένη γάτα από την θέση της για να τον πλησιάσει .
Βολεύτηκε στα αναπαυτικά καθίσματα και έκλεισε για λίγο ευχαριστημένη τα μάτια της . Τα άνοιξε όμως σχεδόν αμέσως καθώς θυμήθηκε ποιον είχε μπροστά της .
Δεν μπρουσε να τον αφήσει να βλέπει την αδυναμία της , έπρεπε να τον κατασπαράξει , να τον εξοντώσει , την είχε καταστρεψει . Κι όμως παρέμενε εκεί σιωπηλή , περιμένοντας ποτε εκείνος θα της μιλούσε . Η ίδια δεν έβρισκε το κουράγιο .
«Που ήσουν ;» Την ρώτησε μετά από λίγα λεπτά σιωπής . Η Αριάδνη Ανασηκωσε απορημένη το φρύδι της . Μετά από τόσα χρόνια , από όσα της είχε κάνει , από όσο πόνο είχε προκαλέσει , την ρωτούσε αυτό;
«Δεν το πιστεύω πως με ρωτάς κάτι τέτοιο .» Του ξεστόμισε με θάρρος .
«Πρόσεξε πως μου μιλάς είμαι καθηγητής σου .»
Η Αριάδνη ήθελε να γελάσει . Ο άνθρωπος μπριστα της είχε τελικά μεγάλο θράσος . Απαιτούσε να του φαιρεταιε σεβασμό κιόλας ενώ εκείνος από μόνος του είχε αφήσει στην άκρη τις τυπηκοτητες .
«Μάλιστα καθηγητά Μπλάκερρυ .» Η ειρωνία δνε μπρουσε βα κρυφτεί όσο κι αν ήθελε . Τον παρατήρησε καθώς τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σφίγγονταν για να μην ξεσπάσει τον θυμό του . Βρήκε τον εαυτό της να το διασκεδάζει . Ένιωθε κάποια ικανοποίηση καθώς σκεφτόταν πως τον πλήγωνε έστω και με αυτό τον τρόπο .
«Μην με ειρωνεύεσαι Αριάδνη , δεν θέλεις να με δεις να αγριεύω . Απάντησε μου στην ερώτηση που σου έκανα τώρα .»
«Δεν νομιζω πως σας αφορά μια τέτοια προσωπική απάντηση καθηγητά . Εξάλλου εμείς οι δυο δεν γνωριζόμαστε καν . Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο επιμένετε τόσο πολύ .»
«Μην το παίζεις χαζή Αριάδνη . Ξέρουμε και πι δυο πως δνε είσαι έτσι .»
«Δεν σας καταλαβαίνω κυριε . Εγώ απλώς ήλθα εδώ πέρα για να κάνω την διπλωματική μου , κι εσείς εάν δεν κάνω λάθος από την πρώτη κιόλας στιγμή που με είδατε στο μάθημα μου πηγαίνετε κόντρα . Ίσως θα έπρεπε να προσβληθω από μια τέτοια συμπεριφορά .»
Ο Αλεξ ένιωθε πως θα εκραγεί από την οργή του . Κανένας δνε τον αγνοούσε , ούτε η Αριάδνη το έκανε μέχρι πριν από 7 χρόνια . Όμως έπρεπε πλέον να το αντιληφθεί , πως η γυναίκα μπροστά του δεν είχε καμία σχέση με το κοριτσάκι που είχε πρώτο συναντήσει τότε . Μπρουσε να διακρίνει τη αλλαγή της στα μάτια της . Αυτά τις μοβ λίμνες που λειτουργούσαν σαν μαγνήτης για κάθε άντρα .
«Πολύ καλά λοιπόν , αγου το θέλεις έτσι , έτσι θα γίνει .» Άρχισε να μονολογεί , μουρμουρίζοντας την περισσότερη ώρα .
«Θέλεις να κάνουμε πως δεν δεν γνωριζόμαστε ; Πολύ ευχαρίστως δεσποινίς Γουάιτ .» Φρόντισε να τονίσει το επώνυμο της , ξέροντας πως το να την αποκαλούν έτσι την εκνεύριζε απίστευτα πολύ . Η φωνή του υποδήλωνε μια βαριά πικρία .
«Γιατί με καλέσατε στο γραφείο σας καθηγητά ;»
Τον ρώτησε  ξεψυχισμενη .»
«Για να σας  επισημάνω ορισμένα πράγματα δεσποινίς . Ένα θέλετε η συνεργασία μας να συνεχίσει να υπάρχει και να μην σας πετάξουν έξω από το πανεπιστήμιο οφείλετε να ακολουθείτε ορισμένους κανόνες !»
Κάθε του λέξη τρυπούσε σαν βλήμα από όπλο το κορμί της . Ακόμα και τώρα το μόνο που ήξερε ητνα πως να την πληγώνει .
«Σαν τι κανόνες ;»
«Απαιτώ να με σέβεστε δεσποινίς . Κι εμένα και το μάθημα μου . Η σημερινή αδιαφορία σας ήταν απαράδεκτη . Θα μπρουσα να σας είχα αποβάλει .»
Η Αριάδνη ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται . Χαμήλωσε το βλέμμα της για να μην κλάψει . Πως ήταν δυνατόν  να μην έχει αλλάξει καθόλου τόσο καιρό ;
«Δεν...δεν θα ξαναγίνει ..»
«Πολύ καλά ... μπορείς να πηγαίνεις .»
Ήταν το τελευταίο πράγμα που της είπε πριν στρέψει τηβ προσοχή του στα πολύτιμα χαρτιά του .
Η Αριάδνη ,νιώθοντας ξανά ταπεινωμένη μάζεψε το σακίδιο της βγαίνοντας έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσε . Ο αδειανος διάδρομος έγινε το καταφύγιο της καθώς τα πρώτα δάκρυα είχαν καταλήξει ήδη στο πάτωμα ....

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now