Κεφάλαιο XXXIII

1.3K 102 2
                                    

Μαι εβδομάδα . Μια καταραμένη εβδομάδα είχε περάσει απο το βράδυ που μοιράστηκαν οι δυο τους . Ένιωθε πως του έλειπε το άρωμα της , η κρύα αίσθηση του δέρματος της πάνω στο δικό του που έκαιγε από πόθο . Η αντίθεση πάγου και φωτιάς ήταν η έλξη ανάμεσα τους .
7 μέρες δίχως να της μιλήσει , δίχως να την δει . Έμενε κλεισμένη στο δωμάτιο της , αρνούνταν να μιλήσει στον ίδιο , απέρριπτε κάθε προσπάθεια του για να έρθουν κοντά .
Που είχε κάνει το λάθος ; Αφού και η ίδια το ήθελε δεν τον είχε αρνηθεί, δεν του είχε πει να φύγει. Ένιωθε απαίσια , σαν ναρκομανής δίχως το ναρκωτικό του .
Βγήκε στο μπαλκόνι ότου δωματίου του . Η φλωρεντια ήταν βροχερή τις τελευταίες μέρες , για να εναρμονίζεται με την ψυχολογία του .
Το χέρι του μηχανικά πήγε στη τσέπη του τζιν του βγάζοντας το πακέτο με τα τσιγάρα του . Δίχως να το πολυσκεφτεί άναψε ένα τραβώντας μια δυνατή τζούρα
Ένιωθε πως εκείνος ήταν κοντά τους . Πως ύπουλα οργάνωνε την επόμενη του κίνηση . Έπρεπε να την προστατέψει , το είχε αλλωςτε υποσχεθεί σε εκείνη . Για πρώτη φορά όμως βρισκόταν στο σκοτάδι, ένα σκοτάδι πιο βαθύ από όσο περικενε , ένα σκοτάδι πυο τον έπνιγε ακατάπαυστα με την δύναμη του .
Τα μαύρα μάτια του κοίταξαν για λίγο το φεγγάρι . Μια πανέμορφη πανσέληνος έβγαινε δειλά μέσα από τα μανιασμένα σύννεφα που ξεσπούσαν πάνω στη γη με δυνατή βροχή .
~που είσαι ; Γιατί δεν μπορώ να δω τα μάτια σου να αστράφτουν κάτω από το φως ~
Πέταξε με δύναμη κάτω την μισοτελειωμένη γόπα και επέστρεψε στο δωμάτιο του . Τα κλειδιά του δωματίου της βρισκόταν πάνω στο μικρό τραπεζάκι δίπλα από το κρεβάτι του .
Τα κοίταξε επίμονα . Μέσα του δυο συναισθήματα πάλευαν ακατάπαυστα .
Θα είχε την ευκαιρία να την δει , ποσο ήθελε να αγγίξει τα μαλλιά της και να αισθανθεί την παρουσία της δίπλα του . Πως όμως θα παραβίαζε τον προσωπικό της χώρο ; Εάν εκείνη δεν κοιμόταν θα ητνα αντιληπτός αμέσως . Και τότε η ελάχιστη εμπιστοσύνη της προς το άτομο του θα είχε εξαληφθει.
Ξεφυσιξε εκνευρισμένος και  αρπάζοντας τα κλειδιά ανάμεσα στα ανδρικά του χέρια ξεχύθηκε στον διάδρομο του ξενοδοχείου αναζητώντας την παρουσία της
Κοίταξε μια τελευταία φορά το ρολόι στο χέρι του . Ήταν μια παρα τέταρτο . Έπρεπε να είχε κομηθει .προσεκτιξα τοποθέτησε το αντικλείδι στην κλειδαριά και η πόρτα άνοιξε δίχως δυσκολία , λες και της ήδη ξεκλείδωτη .
ενα ανεξήγητο συναίσθημα φόβου τον κατέκλυσε καιως προχωρούσε στον σκοτεινό μικρό προθάλαμο του δωματίου της . Ένιωθε πως ότι φοβόταν περισσότερο είχε πραγματοποιηθεί . Πως εκείνη πλέον θα είχα φύγει , πως θα βρισκόταν σε κίνδυνο , πως δεν θα είχε επιτύχει στο να την προστατέψει .
Σκούπισε τον ιδρώτα που άρχισε να εμφανίζεται στο μέτωπο του .
Σκεφτόταν ανόητα . Τίποτα δνε θα είχα συμβεί . Δεν θα μπορούσαν να του βρουν είχε καλύψει κάθε τους ίχνος , λες και ήταν νεκροί . Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας . Δεν έπρεπε να υπάρχει . Τώρα θα την έβλεπε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της . Ντυμένη με κάποια από τις νυχτικιες της και ξεσκεπαστη . Τα πλούσια μαλλιά της θα κάλυπταν τα μαξιλάρια και εκείνος θα θαύμαζε σιωπηλά την ομορφιά της.
Η εικόνα αυτή τον έκανε να ηρεμίσει.
Η παλάμη του τυλίχθηκε με σιγουριά γύρω από το πόμολο του υπνοδωματίου . Έτρεμε ολόκληρος ; Για ποιον λόγο ; Είπε πως δεν θα είχε συμβεί τίποτα . Γιατί λοιπόν έτρεμε να μπει μέσα ; Το ηταβ αυτό πυο φοβόταν τόσο ;
Έδινε απότομα τις τρελές σκέψεις από το μυαλό του και έκανε ένα βήμα μπροστά .
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό αλλά δεν το παραξένεψε . Τουλάχιστον δεν ήταν αυτό που τον παραξένεψε . Η μικρή του Βεατρίκη πάντα κοιμόταν στο σκοτάδι , και εκείνος λάτρευε αυτή της την συνήθεια . Γιατί λάτρευε να βλέπει το φυσικό φως να πέφτει πάνω στο σώμα της και εκείνος να χαζεύει τον τρόπο που λαμπυριζε στο αγνό της δέρμα, λες και ήταν Άγγελος .
Πριν κοιτάξει στο κρεβάτι , ανίχνευσε λίγο τον χώρο . Κάτι δε του κολλούσε . Κάτι έλειπε . Τα φρύδια του έσμιξαν προσπαθώντας να καταλάβει τι .
Με δισταγμό έκανε ένα βήμα πιο μπροστά αντικρίζοντας το κρεβάτι ,
Και τότε το σώμα του κοκκαλωσε απότομα , σαν να πάγωσε .
Τα σεντόνια ήταν ανακατωμένα Μα εκείνη έλειπε . Μια μεγάλη κοιλιά αίματος στόλιζε τα λευκά σκεπάσματα . Ο κρύος ιδρώτας επέστρεψε . Μα εκείνη την φορά δεν μπήκε στο κόπο να τον σκουπίσει . Ηταν λες και οι δυναμεις του είχαν εγκαταλείψει το σώμα του . Ένιωθε χλωμος , αβικανονς να αντιδράσει στα γεγονότα που διαδραματίζονταν μπροστά του . Είχε αποτύχει . Για δεύτερη φορά δεν είχε καταφέρει να την κρατήσει κοντά του , μόνο που τώρα έβαζε την ζωή της σε κίνδυνο. Το βλέμμα του έπεσε σε ένα αντικείμενο που γυάλιζε στο πάτωμα . Διχως δεύτερη σκέψη έσκυψε και το έπιασε στα χέρια του .
Ένα μικρό περιδέραιο με μαι συγγραφική πένα ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια του καθως άνοιξε την χούφτα του . Ηταν δικό της . Το θυμόταν πολύ καλά . Εκείνος της το είχε πάρει 7 χρόνια πριν όταν είχαν έρθει για πρώτη φορά στην φλωρεντια . Θυμόταν κάθε στιγμή από εκείνη τη ημέρα , οπως και από ολες οσες ακολούθησαν .
~7 χρονια πριν φλωρεντια .
Κρατούσε το χέρι της σφιχτά καιωζ βάδιζαν μαζί πάνω σε μια απ ίδια υπέροχες γέφυρες της πόλης . Ήταν αργά το απόγευμα και ο ήλιος άπλωνε πάνω στη γη τις τελευταίες του αχτιδες πριν δώσει την θέση του στην νύχτα . Η Αριάδνη κοιτούσε με θαυμασμό τη μαγεία του τοπίο ενώ τα δικά του μάτια είχαν καρφωθεί όμως στην δίκη του Εδέμ , εκείνη . Οι διάφοροι μικροπωλητές είχαν στήσει από νωρίς τους πάγκους τους όπως πάντα , και θα έμεναν εκεί μεχρι αργά την νύχτα , όταν οι τελευταίοι τουρίστες θα είχαν πλέον γυρίσει στα δωμάτια τους .
Η κοπέλα σταμάτησε μπροστά από μια ηλικιωμένη γυναίκα , που πουλούσε μικρά κοσμήματα , δουλεμένα με το χέρι . Ήταν όλα μοναδικά , όπως κι εκείνη . Έτσι σκέφτηκε μόλις τα αντίκρυσε .
«Τι λες ; Δεν είναι υπέροχα ;» Η γλυκιά φωνή της τον έβγαλε από τις  σκέψεις του και τον ανάγκασε να επικεντρωθεί στα όσα του έλεγε .
Ενευσε καταφατικά καθώς τα μάτια του κοιτούσαν το ίδιο κολιε με εκείνη . Μια μικρή χρυσή συγγραφική πένα περασμένη γύρω από μια  λεπτή χρυσή αλυσίδα .
«Είναι ξεχωριστή ... σαν εσένα Mia amore»
Η Αριάδνη του χαμογέλασε γλυκά καθώς κοιτούσε το πανέμορφο κόσμημα .
«Το θέλεις ;»
«Αλεξ απλώς το κοιτούσα ... δεν σημάνει πως θα το πάρω κιόλας .»
«Γιατί όχι θα σου πηγαίνει πολύ .»
«Θα προτιμούσα να μην ξοδέψω όλα μου τα λεφτά στηβ φλωρεντια ... πρέπει να στείλω και στον πατέρα μου ξέρεις ..»
Προχώρησε συννεφιασμένη λίγο πιο μπσοτεα αφήνοντας τον να την κοιτάζει προβληματισμένος . Ποσο πιο πολύ θα μπορούσε να εκτιμήσει τηβ αθωότητα της ;
Έσκυψε προστ το μέρος της ηλικιωμένης γυναίκας κρατώντας το κόσμημα στο χέρι του
«Lo comprerò» της είπε ευγενικά βγάζοντας μερικά χαρτονομίσματα από την τσέπη του
«la amo molto?»
Η ερώτηση τηβ γυναίκας τον εξέπληξε Μα αποφάσισε να μην της απαντήσει . Πήρε απότομα την συσκευασία στα χέρια του και άρχισε να πλησιάζει την κοπέλα που του είχε πάρει τα μυαλά με μεγάλα βήματα ...~

Το κινητό στην δεξιά του τσέπη δονηθηκε έντονα βγάζοντας από το λήθαργο . Το έπιασε στα χέρια του και με σκοτεινό βλέμμα απάντησε στη κλήση .
Γνώριζε πολύ καλά πιος ήταν . Όπως και τι θα του ζητούσε .
«Σε ακούω αρχηγέ .» Η φωνή του βαθιά ξεχυλιζε από οργή , τα δυο του σκοτεινά μάτια έλαμπαν από θυμό , τα δάχτυλα του έσφιξαν με δύναμη την συσκευή , περιμένοντας να ακούσει τα λόγια του ανθρώπου που μισούσε όσο περισσότερο αλλωτε .....

Χευυυυ τι μου κάνετε ; Επιτέλους καινούργιο κεφάλαιο εδώ 😂.
Ξερω άργησα . Και ξέρω πως θα θέλετε να με σκοτώσετε αλλά οι επερχόμενες εξαιτασεις έχουν μηδενίσει τον χρόνο μου 😖
Θα προσπαθήσω να ανεβάσω κι άλλο κεφάλαιο μέσα στο τριήμερο , αλλιώς καινούργιο πια μπει μετά τις εξαιτασεις
Ελπίζω να το απολαύσετε
😘😘

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt