Κεφάλαιο XXX

1.3K 121 9
                                    

Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη . Η γνωστή πολυκοσμία που απεχθανόταν ζ ποιος θα το φανταζόταν πως ο Αλεξ είχε εξελιχθεί σε έναν παγκόσμιου φήμης φιλόλογο και μελετητή του Δάντη . Οι οπαδοί του ήταν εμφανώς πολύ περισσότεροι από όσους περίμενε .
Ηταβ μόλις λίγα λεπτά αφότου ο σύνοδος της την είχε αφήσει μόνη της για να ετοιμαστεί για την διάλεξη . Έμοιαζε αγχωμένος . Ήταν οσως η πρώτη φορά που τον αντίκρυζε έτσι. Πάντα στο μυαλό της είχε τηβ εικόνα του σκληρού , ανεπηρέαστου και αυταρχικού Αλεξ . Εκείνη η εικόνα στοιχιωνε το μυαλό της χρόνια τώρα , εκείνη την εικόνα είχε ερωτευτεί παράφορα και αιώνια .
Έκλεισε τα μάτια της . Ένας ξαφνικός πονοκέφαλος έκανε την σπονδυλική της στυλ η να ανατριχιάσει . Πολυκοσμία . καταραμένες κρίσεις πανικού . Χρειαζόταν καθαρό αέρα άμεσα μάλιστα . Κοίταξε το μάντρα που είχε λατρέψει κάποτε να στέκεται πάνω στην εξέδρα τοποθετώντας σε σειρά τα χαρτιά του . Είχε σηκώσει το βλέμμα του και την κοιτούσε με λαγνεία . Χαμογελαστός όπως του τεριαζε . Θα ήταν το απόλυτο θέαμα ηδονής εάν δεν ήθελε να κάνει εμετό εκείνη την στιγμή . Απεγνωσμένα .
Βαθειά ανάσα . Ο Αλεξ είχε πλέον ανεβεί στο βάθρο , είχε τακτοποιείσει τα χαρτιά του και την κοιτούσε χαμογελαστός . Με αυτό το σατανικά υπέροχο χαμόγελο του . Προσπάθησε να του το ανταποδώσει δίχως να κάνει εμφανή την δυσφορία της .
Λίγη υπομονή . Έπρεπε να αντέξει για εκείνον . Επειδή γνώριζε ποσο σημαντικό ήταν να βρίσκεται δίπλα του . Επειδή γνώριζε .
Οι ματιές τους κλείδωσαν απευθείας , εκείνος την διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο . Κάθε της σκέψη και συναίσθημα . Εκείνη πάλι έπεφτε σε τοιχους . Στους ιδιους τοιχους που είχε πέσει 7 χρόνια πριν και που την είχαν τρομάξει . Πλέον ήταν απλως μια συνήθεια . Ένιωσε τα χέρια της να ιδρώνουν . Όπως και το υπόλοιπο σώμα της . Δεν ήταν καθόλου καλά . Έπρεπε να φύγει . Μα πως θα τον άφηνε έτσι ; Δεν ήταν σωστό ακόμη και για εκείνον .
Άλλη μια βαθειά ανάσα . Απόλυτο κενό . Έπρεπε να αντέξει . Μέχρι να κλείσουν τα φώτα . Μέχρι να χαθεί η οπτική επαφή . Μέχρι να μπορεί να ξεφύγει .
Ο Αλεξ ένιωθε να τρέμει ολοκληρος . Δεν είχε νιώσει ποτε ξανά τέτοιο αγχος . Δεν το θυμόταν τουλάχιστον . Είχε μιλήσει απειρες φορες σε κόσμο , είχε κάνει διαλεξεις σε όλα τα σημεία του κόσμου . Κι ομως αυτή η φορά ηταν διαφορετική . Ένιωθε έναν ανεξήγητο κόμπο στο στομάχι της να τον σφίγγει . Μέσα στο χαωδες πληθος αναζήτησε εκείνα τα βιολετί μάτια που θα δουν ήρεμουσαν . Το αθώο βλέμμα που θα τον καθησύχαζε , που θα τον διαβεβαίωνε πως όλα θα πήγαιναν καλά . Τα δυο μαργαριτάρια που θα του έδιωχναν κάθε αγχος .
Την είδε να στέκεται στο ίδιο σημείο που την είχε αφήσει . Ηταν υπερβολικά όμορφη . Πιο πολύ από ότι συνηθως . Οι καταραμένες πεταλουδες στο στομάχι του τον έκαναν να ανατριχιάσει . Ήταν ερωτευμένος δεν το αρνούνταν. Είχε κλείσει τα βλέφαρα της ,
Είχε καταλάβει πως κάτι της συνέβαινε , πως κάτι δεν πήγαινε καλά . Ήθελε Μα τρεξει κοντά της , Μα ήταν αδύνατον . Η ομιλία άρχιζε σε λιγότερο από 5 λεπτά και εκείνος έπρεπε να κάνει την δουλειά του . Δεν έβαζε τίποτα πάνω από αυτό . Τίποτα και κανέναν . Με τις άκρες των δαχτύλων του έδειξε αναπουφιστηκα τους κροτάφους του προσπαθώντας να βγάλει το ανήσυχο βλέμμα της από το μυαλό του .
Τα ξανάνοιξε και κοίταξε το κοινό του . Χιλιάδες άνθρωποι από κάθε πλευρά του κόσμου είχαν μαζευτεί για να τον ακούσουν να μιλάει . Μα δεν τον ένοιαζε να τον ακούσουν εκείνοι Μα η κοπέλα στο βάθος της αίθουσας .
Την αναζήτησε ξανά με το βλέμμα του . Οι ματιές τους κλείδωσαν αμέσως . Την χαμογέλασε αγνά , αληθινά , ήθελε να πάρει και την ελάχιστη ποσότητα κουράγιου από εκείνη . Τηβ είδε να του γυρίζει το χαμόγελο , και η ψυχή του γαληνεψε . Το άγχος έφυγε με μιας από πάνω του και ένιωθε ξανά ο εαυτός του . Πως ήταν δυνατόν να την αφήνει να τον επιρρεαζει τόσο;
Έριξε μια τελευταία μάτια στα χαρτιά του , μετά ξανά στο ρολόι του . Είχε φτάσει η ώρα . Όλα τα φώτα της λαμπερής αίθουσας του μουσείου άρχισαν να σβήνουν τραβώντας στο σκοτάδι τους πανέμορφους πίνακες που την στόλιζαν . Ο μοναδικός προβολέας ήταν στραμμένος πάνω του , αντανακλούσε πάνω στο ιδρωμένο του πρόσωπο .
Πλησίασε το μικρόφωνο τρέμοντας ολόκληρος . Δεν μπορούσε να την δει . Το σκοτάδι καλύπτει τα μάτια που λάτρευε .
«Ο Δάντης δεν ηταβ αποδεχτος στην εποχή του . Αμφισβητήθηκε από μεγάλους ποιητές της εποχής .
Ένα δοκίμιο του γκαιτε για τον Δάντη (1826; Jubiläumsausgabe, XXXVIII, 60 f.) αναγνωρίζει "τις μεγάλες συναισθηματικές και διανοητικές ποιότητες" του ποιητή, τον συγκρίνει με τον Τζιόττο, αλλά μετά προσδιορίζει τον έπαινο ως εξής: " Το συνολικό σχέδιο της περιοχής της Κόλασης του Δάντη, έχει κάτι που θυμίζει τον Μικρομέγα και συνεπώς είναι πολύ μπερδεμένο για Κόλαση. Καλούμαστε να φανταστούμε, κύκλο μέσα σε κύκλο, από πάνω προς τα κάτω μεχρι την βαθύτερη άβυσσο· αυτό όμως φερνει αμέσως στον νού μας την ιδέα ενός αμφιθεάτρου, που όσο τεράστιο και να είναι, μας παρουσιάζεται στην φαντασία μας, σαν κάτι τεχνητά περιορισμένο, αφού από πάνω, το μάτι συλλαμβάνει το κάθε τι μέχρι κάτω στην αρένα και την ίδια την αρένα. Το εφεύρημα είναι περισσότερο ρητορικό παρά ποιητικό· η φαντασία εξάπτεται αλλά δεν ικανοποιείται". Στο "Maximen und Reflexionen" βρίσκουμε: " Ο Δάντης έχει έξοχα περιγράψει την μεταμόρφωση με την ύψιστη έννοια, δίνοντας και παίρνοντας, κερδίζοντας και χάνοντας" Αυτό μας λέει περισσότερα για την αντίληψη του Γκαίτε για την μεταμόρφωση, από όσο το κάνει για τον Δάντη...»

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now