Τρόμος . Είχε αποτυπωθεί στο βλέμμα της και την σκοτώνε. Το οξυγόνο λιγόστευε καθως τα δυνατά χέρια του άντρα έσφιγγαν γύρω από τον λαιμο της . Πονούσε . Δάκρυα που έτρεχαν ανεξέλεγκτα έβρεχαν τα μαγουλα της πριν καταλειξουν στο δάπεδο .
Το κορμί της έτρεμε ολόκληρο στο έλεος του . Το παρελθόν ερχόταν αντιμέτωπο με το παρον σε μια μάχη για δυνατούς που δύσκολο να υπερισχύσει κάποιος .
Το βλέμμα του . Δυο γαλάζια μάτια που την κάρφωναν . Παγωμένα και κενά . Δίχως κανένα συναίσθημα ή συμπόνια . Ποτισμένα με μίσος και απέχθεια . Λαχτάρα για τον πόνο και τον θάνατο .
Το τατουάζ στο λαιμο του . Ένα ακόμη χαρακτηριστικό που της θύμιζε εφιάλτες . Απεικόνιζε ένα φίδι έτοιμο να κατασπαράξει το επόμενο του θύμα .
Και η Αριάδνη γνώριζε πως εκείνη ήταν αυτό . Με δισταγμό σήκωσε το βλέμμα της για να τον κοιτάξει . Το πυκνό σκοτάδι έκρυβε το μεγαλύτερο μέρος από το πρόσωπο του και αυτό την πλυμυριζε ασφάλεια . Ποτε δνε το περίμενε πως κάτι τόσο απόμακρο θα την έσωζε .
«Τι άλλο θέλεις από εμένα ; Μετά από τόσα χρόνια !» Η φωνή της σπασμένη , ακούστηκε στην σιωπή γεμάτη απελπισία και μια ευχή . Μια ευχή για την λύτρωση . Ο θάνατος η διαφυγή της .
«Νομίζεις πως θα μου γλειτωσεις τόσο εύκολα ;»
«Σκότωσε με να τελειώνεις . Αυτό δνε ήθελες από την αρχή Εξαλου ;»
Το ηχηρό του γέλιο τρυπούσε τα αυτιά της , παρασέρνοντας την σε ένα επίπονο παραλήρημα .
«Όχι όχι τόσο εύκολα καλή μου . Σε έψαχνα τόσο καιρό . Και τώρα που σε βρήκα .»
Έκανε μια μικρή παύση , μια παύση που στην Αριάδνη φαινόταν αιώνας . Η λαβή του χεριού του έσφιξε λίγο ακόμη τον λαιμό της κάνοντας τα δάκρυα της πιο πυκνά και την ανάσα της αγωνιώδη .
«Τώρα που σε βρήκα Άγγελε μου θα πονέσεις για την κάθε μέρα που έμενες μακρυά .»
«Ει...είσαι γελασμένος .»
Το πρόσωπο του βγήκε από το απόλυτο σκοτάδι πλησιάζοντας το δικό της . Η ουλή στο δεξί του μάγουλο ,δικό της δημιούργημα την έκανε να ανατριαχιασει .
Η ανάσα του έπεφτε πάνω της προκαλώντας υης αηδία και από στροφή . Έκλεισε με δύναμη τα μάτια της θέλοντας να ξεφύγει . Δεν άντεχε να αντικρυζει την πηγή του κακού . Τον κύριο υπαίτιο για όλα τα βάσανα της . Ήλπιζε πως είχε γλειτωσει , όπως ηλπιζε και τότε που εκείνος με την υπόσχεση του την είχε βγάλει προσωρινά από τον εφιάλτη της .
Φρούδες ελπίδες που της επερνε μακριά ο αέρας . Τις διασπουσε και τις μοίραζε σε όλες τις γωνιές της γης .
Συνέχιζε να έχει κλειστά τα μάτια . Δεν θα άντεχε να βλέπει .
Μέχρι που η η ανάσα του χτυπουσε το αυτί της . Και αντανακλαστικά τα άνοιξε αμέσως .
«Και ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο κομμάτι από όλα ; Εκείνος δνε θα μπορέσει να σα ξανασωσει .» Η φωνή του απόλυτη γεμάτη ικανοποίηση για τον τρόμο που της είχε προκαλέσει . Προσπάθησε να τον αγνοήσει . Είχε αλλωςτε υποσχεθεί στον εαυτό της πως δεν θα επέτρεπε σε κανένα άλλο να την λυγίσει . Δεν θα έμενε ανυπεράσπιστη σε οποιοδήποτε κακό της απειλούσε .
Με όση δύναμη της είχε απομείνει σήκωσε το πόδι της χτυπώντας τον εχθρό της . Ο πονος που του προκάλεσε τον ανάγκασε να την αφήσει ελεύθερη και να διπλωθει στα δυο αγνοώντας για λίγο την ύπαρξη της .
Η βαθειά της ανάσα σε συνδυασμό με τα ουρλιαχτά του άγνωστου άντρα πλυμυριζαν το δωματιο έσπαζαν την σιωπή και δημιουργουσαν μια σονάτα παραφωνίας .
Σε κάθε της εισπνοή ένιωθε τον λαιμο της να την καίει , καθώς ο πονος ητνα ανυπόφορος . Μόλις βρήκε λίγο τις αισθήσεις Ε της άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος και ξεχύθηκε στους δρόμους , ακουγοντς τον κυνήγο της να την ακολουθεί δνε πιστό σκυλί που δεν χάνει τον αφέντη του .
Αδιαφορούσε για τον κόσμο που τους κοιτούσε περίεργα ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για τη ν δίκη της σωτηρία .
Γύρισε το κεφάλι ο της στιγμιαία . Ο άντρας ητνα γρηγορότερος της θα την έφτανε από στιγμή σε στιγμή . Ίσως θα μπορούσε να ουρλιαξει απελπισμένη για βοήθεια όμως ποιος θα την άκουγε ; Ποιος από τους πολυάσχολους συμπολίτες της θα σταματούσε την δουλειά του για να την βοηθησει ; Και ποια ητνα εκείνη που άξιζε την προσοχή και την βοήθεια τους ; Ένα άχρηστο φυλλαράκι μιας καστανιάς που μαραινόταν καθώς έμπαινε η άνοιξη , κάτι απαρατήρητο σιωπηλό και ασυμαντο . Ποιος άραγε θα νοιαζόταν για εκείνη εάν τελικά την έπιανε και την σκότωνε επιτόπου ; Μάρτυρες που πιθανώς με τα κινητά τους θα έσπευδαν για να απαθανατίσουν το γεγονός αλλά όχι για να την βοηθήσουν . Συλλογιστηκε . Ο πατέρας της ; Ίσως και να μην μάθαινε ποτε για τον θάνατο της κόρης του το ίδιο και ο αδερφός της .
Ο μόνος άνθρωπος που κάποτε π ιστευε πως θα νοιαζόταν την είχε προδώσει . Δνς θα την βοηθούσε , θα απολαμβανε μαζί με τόσους άλλους τον δικό της αργό και επώδυνο θάνατο . Θα χαιρόταν με την χαμό της , και θα προχωρούσε παρακάτω τηβ ζωή του . Λες και η ίδια δνε ήταν ποτε κομμάτι της , παραμονο κατι το περαστικό και απροσδιόριστο . Και εκείνη θα κέρδιζε την λύτρωση που χρόνια αποζητούσε , την γλυκιά ηρεμία που χρόνια είχε να αντικρυσει , που νόμιζε πως μετά από τόσο καιρό θα ξαναεβριςκε Μα η ζωή της απέδειξε πως έκανε λαθος . Πονούσε . Τα πνευμονία της δνε της παρείχαν το απαραίτητο οξυγόνο για να τρεξει , θα έπεφτε κάτω . Ήταν αβοήθητη και ανίκανη να υπερασπισθεί τον εαυτό της . Ήταν μόνη οπως πάντα ήταν αλλωςτε . Έτσι θα κατέληγαν τα πράγματα . Ανώδυνα για όλους αθόρυβα για την ίδια .
Ένα χέρι την τράβηξε σε ένα σκοτεινό στενό κόβοντας της την ανάσα .
Καθώς η πλάτη της ακουμπούσε στο κρύο τοίχο το κορμί της έτρεμε ολόκληρο από τον φόβο του επικείμενου θανάτου και τα μάτια της είχαν σφραγίσει μη θέλοντας να αντικρυσουν τον δολοφόνο της . Ο θάνατος θα ερχόταν και θα ητνα γλυκός .
Ένα αντρικό χέρι , ζεστό πλασιωσε το πρόσωπο της , απαλύνοντας τον φόβο της , γεμίζοντας την ασφάλεια . Διστακτικά η κοπέλα άνοιξε τα βλέφαρα της , μέχρι που οι μοβ της κορες καρφώθηκαν μέσα σε δυο γνωστά μαύρα μαργαριτάρια . Το προσπωπο του γλυκό , όπως το θυμόταν απο παρελθόν την κοιτούσε με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο . Ήταν πάλι εκεί για να την σώσει . Ο δικός της ιππότης μέσα σε μια εποχή που κανείς θα νόμιζε πως έχουν εξαφανισθεί .
«Α..Αλεξ ;» Τον ρώτησε σαν να μην πιστεύει πως ήταν μπροστά της . Λες και όλα ήταν ένα όνειρο και σύντομα εκείνη θα ξυπνούσε και θα επέστρεφε στον ανυπόφορο της εφιάλτη .
«Σσσς ...εγώ είμαι . Ηρεμισε .»
«Πως ...τι..πως το ήξερες ;»
Τότε εκείνος τη τράβηξε στην αγκαλιά του . Εκείνη η αγκαλιά που τόσο της είχε λείψει , που εύχονταν ποτε να μην είχε αποχωριστεί . Το ένα του χέρι τυλίχθηκε προστατευτικά κι όμως τρυφερά γύρω της ενώ το άλλο χάιδευε τα πυκνά μαλλιά της με τον τρόπο που μόνο αυτός ήξερε να το κάνει για να την ηρεμεί .
Η Αριάδνη αφέθηκε στην μαγεία που της προκαλούσε η παρουσία του . σαν υπνωτισμένη από ξόρκι τύλιξε και τα δικά της χέρια γύρω από τον Κορμό του και γαληνεψε .
«Γιατί βρίσκεσαι πάντα εκεί για να με σώζεις ;»
«Μην αναζητάς λογική εκεί που δεν υπάρχει .»
«Νόμιζα πως θα με άφηνες να με σκοτώσει . Να πεθάνω μόνη μου , δίχως κανείς να ενδιαφερθεί .»
«Μην το ξαναπείς αυτό . Υπάρχουν άνθρωποι που θα πέθαιναν για εσένα .»
«Ποιος ; Πεσμένη οτ ποιος θα έσπευδε να μπει μπροστά μου σαν ασπίδα ;»
«Ο πατέρας σου , ο αδερφός σου ίσως ..»
«Βρες άλλη δικαιολογία . Όλοι ξέρουμε πως με έχουν γραμμένη .» Η πικρία στη σπασμένη φωνή της έκανε το πνεύμα του Αλεξ ανήσυχο . Ποσο πολύ δυστυχία κρυμμένη μέσα της και εκείνος ένας από τους ενόχους που συνέβαλλαν σε αυτή .
«Εγώ .» Της ψιθύρισε , λες και στην πραγματικότητα δεν θα ήθελε να τον ακούσει .
«Εσυ τι ;»
«Εγώ σε νοιάζομαι Αριάδνη . Εγώ θέλω να βρίσκομαι κοντά σου . Να σε προστατεύω , να μπω εμποδιο στις πληγές σου , ασπίδα σε κάθε κίνδυνο σου .»
«Και γιατί να το κανείς αυτό ; Εσυ με μισείς .»
«Ποιος σου είπε κάτι τέτοιο ;»
«Εσυ κε έχεις κάνει να το καταλάβω . Εδώ και χρόνια . Φύγε από κοντά ου πάψε να με κοροϊδεύεις !» Προσπάθησε δίχως αποτέλεσμα να τον απωθήσει , Μα εκείνος την κρατούσε σφιχτά κοντά του . Δίχως ένταση προσπαθούσε να την ηρεμίσει .
«Δεν σε κοροϊδεύω ποτε μου δεν το έκανα εγώ ..» ένας μόνος δέθηκε στον λαιμο του . Τον εμπόδιζε να της πει αυτό που πραγματικά ήθελε . Με κόπο άνοιξε το στομα του για να ολοκληρώσει , καθώς το γεματο περιεργια βλέμμα της τρυπούσε την καρδιά του .
«εγώ σε αγαπώ Βεατρίκη .» Της είπε απαλά , Μα γεμάτος συναισθήματα να τον κατακλύζουν .
Η Αριάδνη σαστισμένη άνοιξε το στομα της να μιλήσει Μα το άξαφνο φιλί του ανέκοψε την πορεία της .
Ήταν ένα φιλί απελπισμένο . Έκρυβε δίψα χρόνων , συναισθήματα κατεπνιγμενα που για χρόνια βάραιναν τις ψυχές τους που μόνο τώρα ήρθαν στο φως , καο τους απελευθέρωσαν από τα δεσμά τους .Είναι για τους γενναίους μωρό μου η αγάπη . Πονάει σαν μαχαίρια στην καρδιά , σε ξεσκίζει απ ότι σάρκα μέχρι τα σώθηκα σου . Όμως εκείνοι οι γενναίοι , που αντέχουν τις κακουχίες , που ξεπερνούν τα όρια . Εκείνοι είναι οι πραγματικοί νικητές γιατί απολαμβάνουν τους καρπούς του ερωτα .
Και εκείνη έκλεισε τα μάτια της και χώθηκε νυσταγμενη στην αγκαλιά του απαγορευμένου της έρωτα , αναρωτιωμενη εάν Εμ ήταν πράγματι και εκείνοι γενναίοι .....
أنت تقرأ
Συμβόλαιο θανάτου #TYS18
غموض / إثارةΈπρεπε να φύγει ... και έτσι κατέστρεψε τα πάντα .... Την αγαπούσε Μα την πρόδωσε .. αυτό ήταν που δενψμπορουσε να καταλάβει . Δεν μπορούσε να μείνει ,θα πέθαινε κοντά του , της έκανε κακό . Πόνεσε όταν την έχασε Δεν άντεξε να μην γυρίσει . Την...