Κεφάλαιο XXXVI

1.2K 100 8
                                    

ΤΩΡΑ
Ο μεγάλος αυτοκινητόδρομος ήταν ασφυκτικά γεμάτος . Παραμονές γιορτών και οι Ιταλοί είχαν βγει από τηβ πόλη μονιμης παραμονής τους  και κατευθύνονταν προς τις  ιταλικές επαρχίες για να ξεσκάσουν .
Η διάθεση όπως φαινόταν ιδανική , μέσα στο χριστουγεννιάτικο πνεύμα , και η πολύωρη αναμονή δεν φαινόταν να επιρρεαζει αρνητικά κανέναν από όσους μπορούσε νε δει γύρω του .
Το τσιγάρο του , ούτε θυμόταν σε πιο πακέτο είχε χάσει το μέτρημα , κόντευε για κόμη μια φορά στο τέλος και εκείνος ήταν ήδη έτοιμος να ανάψει το επόμενο.
Το τσουχτερό κρύο του Δεκέμβρη δεν έδειχνε να τον ενοχλεί καθόλου καθώς φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και εοχε τελείως ανοιχτό το παραθυρο του οδηγού . Ο ουρανός έμοιαζε σκοτεινότερος από ότι τις προηγούμενες μέρες , η εθνική μετεορολογικη υπηρεσία προέβλεπε χιονόπτωση για την ημέρα των Χριστουγέννων που απείχε μόλις δυο μέρες .
Ο χρόνος το πίεζε από ολες τις μεριές .
Δεν είχες επιθεώρηση για να κάθεται ... ούτε για βα κολλήσει στην ηλιθια κίνηση .
Έπρεπε απλώς να βγει στον παράδρομο , όμως η πλησιέστερη στροφή απείχε τρία χιλιόμετρα. Θα του έπαιρνε αιώνες για να φτάσει μέχρι εκεί .
Η γροθιά του χτύπησε με δύναμη πάνω στο τιμόνι και κόρνα του αυτοκινήτου ακούστηκε στην τριργυρω σιωπή .
Έβρισε μέσα από τα δόντια του . Τίποτα δεν πήγαινε καλά . Τίποτα και ποτε στη ζωή του .
Άνοιξε περισσότερο το παραθυρο. Οι πρώτες νυφαδες χιονιού είχαν αρχίσει να πέφτουν στο έδαφος . Σκέφτηκε εάν είχε καταφέρει μέσα στην αναστάτωση του να πάρει αλυσίδες . Όχι πως το χιόνι θα τον εμπόδιζε .
Θα τηβ έβρισκε παση θυσία . Κάθε λεπτό που περνουσε στα χέρια του του φαινόταν αιώνας . Προσπαθούσε να εγκλωβίσει τις σκέψεις του , να ξεχάσει ότι εκείνη έλειπε από δίπλα του . Μπορούσε να νιώσει την μυρωδιά της μέσα στο αμάξι .αυτο δεν τον βοηθούσε .
Ίσα ίσα έκανε τα πραγματά πολύ  χειρότερα . Τον έκανε να πιστεύει πως ήταν στο διπλανό κάθισμα και κοιτούσε με το ταπεινό της βλέμμα έξω . Έπιανε τον εαυτό του να βλέπει τη εικόνα της παντού , μια οφθαλμαπάτη του μυαλού του , μια εικόνα μη πραγματική . Είχε αρχίσει να τρελενεται .
Λίγες ώρες μακρυά της τοβ έκαναν να χάνει τα λογικά του .
«Γιατί δεν με προστατεψες ; Γιατί δεν έμεινες κοντά μου .»
Εκείνη φωνή . Η φωνή που εμφανιζόταν τις τελευταίες ώρες στο μυαλό του και τον έκανε να φωνάζει μόνος του σαν κάποιος τρελός .
Η δίκη της απελπισμένη φωνή που τον κατηγορούσε για τον εγωισμό του , την αδιαφορία του για εκείνη . Έπρεπε να μην την αφήσει , να ήταν κοντά της ακόμη και όταν εκείνη έλεγε πως δεν τον ήθελε .
Τα πρόσμενα από τηβ αϋπνία και το κλαμμα μάτια του έκαναν τον δρόμο μπροστά του να μοιάζει θολος . Τα αμάξια μπροστά του είχαν ανοίξει τα φώτα ομίχλης . Μονο τότε συνηδητοποιησε πως δεν μπορούσε να δει παρα μόνο στην ελάχιστη απόσταση μπροστά του. 
Κινήθηκε λίγο ακόμη . Τα λάστιχα όσα που ολίσθησαν πάνω στον παγωμένο δρόμο . Το χιόνι άξαφνα άρχισε να γίνεται ολοένα και πυκνότερο , άρχισε να καλύπτει το παρμπρίζ .
Σε λίγη ώρα η κυκλοφορία θα ήταν επικίνδυνη . Δεν θα μπορούσε να κατευθυνθεί στον παράδρομο . Ακόμη και ο τολμηρός του εαυτός δεν ήταν τόσο τρελός ώστε να επιχειρήσει να σκοτωθεί .
«Έφυγες ! Με άφησες γιατί ;»
Ξανά η φωνή . Έβαλε τα χέρια του στα αυτιά του για να μην ακούει . Κοιτάχτηκε ελάχιστα στον καθρέφτη του αυτοκινήτου .
Έμοιαζα τρομαχτικος . Σαν τέρας . Κι όμως αυτό ακριβώς ήταν . Όσο προσπαθούσε να το κρύψει η αλήθεια ήταν αυτή . Ένα βρωμερό ; Σιχαμερό και απεχθές τέρας . Όχι εξωτερικά ... εξωτερικά το γνώριζε πως ήταν γοητευτικός . Τραβούσε τς θύματα του σαν μαγνήτης . Και μετά κατέστρεφε κάθε στιγμή της ζωής τους . Έτσι είχε κάνει και με εκείνη . Είχε διαλύσει το μόνο άτομο για το οποίο νοιαζόταν πραγματικά μετά την μητέρα του . Είχε καταστρεψει την ζωή της δυο φορές . Μια τότε . Εκεί στο παρελθόν που και οι δυο τους προσπαθούσαν να ξεχάσουν . Και μαι ξανά τώρα . Πριν από δυο μόλις μέρες , όταν είδε το αδειο της δωμάτιο στο ξενοδοχείο στην φλωρεντια . Όταν το σώμα της αναίσθητο, άψυχο και νεκρό κοιτώντας πάνω σε ένα παλιό κρεβάτι μέσα από τη οθόνη του κινητού του .
Κι όμως ήταν ωραία τότε . Πριν από εφτά χροναι όταν ητα μη μικρή του Βεατρίκη . Όταν τον κοιτούσε με τα μεγάλα εκφραστικά της μοβ μάτια γεμάτα από έρωτα και πόθο για εκείνον . πρόθυμη σαν πιστό σκυλί να υπακούσει σα οποιαδήποτε εντολή του , να εκτελέσει οποιαδήποτε απαίτηση του δίχως να έκφραση την αντίθεση της , δίχως να φέρει αντίρρηση. Και οι δυο τους το ευχαριστιόταν τότε . Το θυμάται . Ε έβλεπε την ικανοποίηση και την προσμονή στα μάτια της . Κάθε φορά που άγγιζε το κορμί της , έστω και το παραμικρό αγγγμα άπλωνε μια ρίγη πάνω της που του προκαλούσε μια ασυνήθιστη ευτυχία .
7 χρόνια πριν .
Ήταν ξαπλωμένος στο δικό τους κρεβάτι . Μια από τις ελάχιστες φορές που θα της επέτρεπε να κοιμηθούν μαζί πλη νύχτα και δεν θα την έδιωχνε από κοντά του με αυτό το ψυχρό βλέμμα που την τρόμαζε . Το γνώριζε . Μπορούσε να το δει στα μάτια της .
Την είχε ανάγκη εκείνη την νύχτα . Πιο ανάγκη από ποτε αλλωτε . Ήθελε να κοιμηθεί μαζί της λες και ήταν πραγματικό ζευγάρι . Δυο ερωμένοι που σε ντρεπόταν για το τι ένιωθαν . Όμως εκείνοι δεν ήταν ερωμένοι . Ήταν δυο δειλοί που έκρυβαν τα συναισθήματα τους . Εκείνος γιατί δεν ήθελε να το παραδεχτεί και εκείνη γιατί εκείνος της το απαγόρευε .
Εντόπισε την γυμνή της πλάτη να τον αντικρυζει , το σεντόνι που είχε τυλίξει γύρω της κάλυπτε τα απολύτως απαραίτητα . Του άφηνε περιθώρια για φαντασιώσεις ακόμη και εαν γνώριζε κάθε σπιθαμη του κορμιού της . Είχε βγει σιωπηλή στο μπαλκόνι . Ποτε δαν του μιλουσέ πολύ . Μόνο όταν την ρωτούσε κάτι . Και πάντα η φωνή της ήταν σιγανή , σχεδόν σαν ψίθυρος . Αυτό δεν τον πείραζε . Ίσα ίσα που απολαμβανε την υπακοή της και τον πηθινιο χαρακτήρα της .
Σηκώθηκε όρθιος πλησιάζοντας την .
Δεν γύρισε να τον κοιτάξει παρότι κατάλαβε την παρουσία του . Το δέρμα της είχε ανατριχιάσει, μάλλον από το πολύ κρύο.
Άπλωσε το χέρι του κοντά της και μετά δάχτυλα του έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος του . Οι ματιές τους κλείδωσαν όπως κάθε φορά σε μια αρμονία .
«Πες τι θες να πεις . Ξέρω πως κάτι σε βασανίζει .»
Τον κοίταξε διστακτικά . Λες και επιζητούσε περαιτέρω επιβεβαίωση από το μέρος του .
«Δεν θα υπάρξει τοιμωρια πρι και να μου πεις .»
«Γιατί ήθελες να κοιμηθώ εδώ απόψε ;»
«Αυτό σε απασχολεί ;»
«Ναι ... τόση ώρα το σκέφτομαι .. Μα δεν μπορώ να βρω την απάντηση που ψάχνω .»
«Απλώς σήμερα σε ήθελα δίπλα μου .»
«Σαν τι ;»
«Ξέρεις πως δεν θα σου δώσω την απάντηση που περιμένεις . Μην βασανίζεις το μυαλουδάκι σου με τέτοια πράγματα . Πάμε μεσα θα κυρώσεις .»

Τωρα

Το κινητό του δονηθηκε να όντας την να επανέλθει στην πραγματικότητα . Με χέρια που έτρεμαν από την αγωνία το πήρε στα χέρια του και κοίταξε την οθόνη .
Ήταν ένα μήνυμα που προοριζόταν για εκείνον από τον θανάσιμο εχθρό του.

~τικ τοκ τικ τοκ .
Η ώρα περνάει .
Ώστε δεν θες να ξαναδείς την αγαπημένη σου ζωντανή ;~

Τα μάτια του ξαφνικά πλημυρισαν θυμό καιως αναπτύσσοντας ταχύτητα αριχσε να οδηγάει μέσα στο πυκνό δάσος ,σε έναν δρόμο δίχως μονοπάτι .........

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now