Κεφάλαιο XVX

1.8K 137 0
                                    

Σκοτάδι . Αυτό επικρατούσε μέσα της . Ηταβ τρελη , έτσι θα την είχαν χαρακτηρίσει . Σύνδρομο της Στοκχόλμης θα λέγαν . Επικίνδυνη περίπτωση . Θα τη Νευρεσαχ σε ψυχολόγους , με φάρμακα , βαριά φάρμακα και θεραπείες . Εκείνη θα έκλαιγε , θα τον αποζητούσε , θα αρνιόταν πως είχε τρελαθεί , θα επέμενε πως τον αγαπούσε . Όλα αυτά εάν την έβρισκαν , και τους τελευταίους μήνες κανένας δεν το είχε κάνει .
Ήταν θλιβερό , ακόμη και η ίδια είχε χάσει τον εαυτό της . Δεν αναγνώριζε τίποτα πάνω της . Μόνο τα μακρυά της μαλλιά είχαν μείνει ίδια , και τα μάτια της . Είχε χάσει πολύ βάρος . Λογικό αφού δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα . Δεν ήθελε να φάει . Μόνο να πεθάνει .
Ούτε καν θυμόταν ποσο καιρό βρισκόταν κλεισμένη σε αυτό το υγρό δωμάτιο , μακρυά από οτιδήποτε της προκαλούσε ευτυχία . Φυλακισμένη σε ένα κελί που την οδηγούσε στον αργό Μα βέβαιο θάνατο .
Ητνα διαλυμένη μέσα της . Παρέμενε όμως ερωτευμένη . Με το άτομο που την είχε πληγώσει ανεπανόρθωτα , που είχε ρουφιξει την ζωτική της ενεργεί , που την είχε μετατρέψει σε κάτι που Συχαινονταν να αντικρυσει . Ήταν τρελη . Είχε χάσει το μυαλό της .
Η βαριά πόρτα έκανε τον χαρακτηριστικό ήχο και η Αριάδνη μαζεύτηκε αμέσως στη γωνία του κρεβατιού της , εάν μπροουσε κανείς  να το αποκαλέσει έτσι . Το γνωστό της πλέον τρίξιμο την έκανε να ανατριχιάζει και να φοβάται . Φόβος για το άγνωστο , από αυτόν που κάθε άνθρωπος αποκτούσε όταν ερχόταν αντιμέτωπος με κάτι νέο . Η ζωή της ήταν πλέον γεμάτη με τέτοιες καταστάσεις . Άγνωστα βασανιστήρια περίμεναν το κορμί της κάθε μέρα για να την εξαθλιώνουν , να την διαλύσουν , να την καταντήσουν ανεπιθύμητη σε όλους .
Η πόρτα άνοιξε ελάχιστα , μια χαραμάδα φωτός ξεχύθηκε στο σκοτεινό κελί της θύμηζοντας της την ελπίδα που αν και αδύναμη ακόμη ζούσε μέσα της . Χαμογέλασε δίχως να καταλαβαίνει το γιατί ,
Όταν ήταν μικρή φοβόταν το σκοτάδι . Θυμόταν πως δεν μπορούσε να κοιμηθεί δίχως την μητέρα της στο πλευρό της να της τραγουδάει γλυκά και να της λέει ιστορίες για το φεγγάρι .
Το παρουσίαζε σαν έναν ιππότη που προστάτευε κάθε άνθρωπο που ήταν αρκετά τολμηρός ώστε να βγει έξω στην τρομαχτική νύχτα και να πολεμήσει τους δαίμονες . Ήταν πάντα εκεί για να τους δυνατούς και θαρραλέους . Και έτσι εκείνη σταδιακά άρχισε να ξεπερνάει τον φόβο της , αγάπησε το σκοτάδι , Μα κόμη πιο πολύ το φεγγάρι που την προστάτευε . Έμαθε να είναι από εκείνους που περπατούσαν μέσα του αγνοώντας τους κινδύνους , ξέροντας πως ένας ιππότης θα την έσωζε από κάθε πιθανό κίνδυνο .
Εδώ όμως βρισκόταν σε ένα σκοτάδι πιο βαθύ . Ένα σκοτάδι που ακόμη και το φεγγάρι ήταν αδύνατον να φτάσει για να πολεμήσει μαζί του . Ήταν μόνη της και αβοήθητη για να παλέψει με τους δαίμονες αυτού του κόσμου . Πιος θα τη νεσωζε τωρά ου το κακό την είχε περικυκλώσει ; Θα έβρισκε ταχα την λύτρωση ανάμεσα στους μουχλιασμενους τοίχους γύρω της ; Θα επέρχονταν ο λυτρωτικός θάνατος για να την πάρει ;
Πως να ήταν το φως ; Το είχε ξεχάσει . Εδώ είχε ξεχάσει και την ίδια της την ύπαρξη . Τι ήταν ; Ποια ητνα ; Τι άξιζε για να τα παθαίνει όλα αυτά ; Δεν ητνα ποτε της κακός άνθρωπος . Πάντοτε φρόντιζε να δείχνει την καλή της πλευρά σε όλους . Πως θα πει ζούσε τώρα ανάμεσα σε τόσο κακό ενώ δεν είχε μάθει ποτε να ζει μέσα του ;
Το γνώριμο μαύρο λουστρίνι έκανε την εμφάνιση του . Εκείνος είχε έρθει ακόμη μια φορά για να την ταπεινώσει . Να την χλευάσει για την αφέλεια της , για τη ν αδυναμία της να τον ξεπεράσει . Και εκείνη θα έκλαιγε , μέχρι που τα βιολετί της μάτια θα έπαιρναν ένα βαθύ μοβ χρωμα , μέχρι που τα αλμυρά της δάκρυα θα κατέληγαν στο στομα της , μέχρι που θα τον παρακαλούσε να φύγει .
Η πόρτα άνοιξε τελείως και ολόκληρη η φιγούρα του ήταν πλέον μπροστά της . Φορούσε ένα μαύρο κουστούμι , ήταν γοητευτικός . Θανάσιμα όμορφος .
Το πρόσωπο του ωστόσο ήταν αλλιώτικο από κάθε άλλη φορά . Δεν μπορούσε να διακρίνει την ειρωνία , την διάθεση για χλευασμό , για κοροϊδία . Χαμογελούσε . Θεωρούσε πως του πήγαινε πολύ το χαμόγελο . Του το είχε ξαναπεί άπειρες φορές στο παρελθόν . Μα αυτό του το χαμόγελο που κάποτε τόσο λάτρευε να βλέπει τώρα την τρόμαζε , τόσο πολύ που ήθελε να τρεξει μακρυά του . Και θα το έκανε εάν οι επίπονες αλυσίδες γύρω από τους καρπούς της δεν εμπόδιζαν την κάθε της κίνηση.
Τα βήματα του αργά , σταθερά και επιβλητικά την πλησίαζαν , έμοιαζε με μυρμήγκι μπροστά του . Με άβουλη κούκλα μπροστά στον αφέντη της . Ήταν ανυμπορη να υπερασπιστεί τον εαυτό της . Δεν έκρυβε καθόλου δυναμισμό μέσα της .
Με δισταγμό κοίταξε τον διαβολο της κατευθείαν στα μάτια . Δεν είχαν το σκούρο , σχεδόν μαύρο χρωμα που τόσο τις μήνες είχε συνηθίσει να βλέπει . Ητνα κάτι άλλο . Ένα απαλό μέλι χρωμα σαν εκείνο που είχαν την πρώτη φορά που τον είχε δει μπροστά της . Την άφηνε ελάχιστα να πιστέψει πως όλα ήταν ένας εφιάλτης . Ελάχιστα . Σύντομα η σκληρή πραγματικότητα , η πικρή και αβάστακτη αλήθεια κάρφωναν το μυαλό της δίχως έλεος και λύπηση .
«Τι...τι άλλο θέλεις;» Κατάφερε να ψελλίσει . Δεν ήταν σίγουρη πως την είχε ακούσει , ήλπιζε να είχε φτάσει αρκετά κοντά της ώστε να το είχε κάνει. Εάν τον εκνεύριζε , σκεφτόταν, τότε ίσως και να έβαζε ένα τέλος σε όλο αυτό το μαρτύριο . Χαμογέλασε ευτυχισμένη . Ο θάνατος ίσως να ήταν πολύ κοντά .
«Αυτό που θέλω κάθε φορά Βεατρίκη . Εσένα . Και νομίζω πως ήρθε η ώρα να γίνει η επιθυμία μου πραγματικότητα .»
Τα μάτια της τον κάρφωσαν γεμάτα περιέργεια . Τα λόγια του την μπέρδευαν πάντα .
Το χέρι του με τρυφερότητα απλώθηκε στα μαλλιά της χαϊδεύοντας την απαλά . Έκλεισε τα μάτια της και χαλαρωσε . Ήταν πανέμορφο το συναίσθημα . Το μισούσε το ποσο της άρεσε .
«Δεν σε καταλαβαίνω τι εννοείς ;»
«Με έστειλαν να σε σκοτώσω . Δεν είσαι πλέον χρήσιμη . Σε βαρέθηκαν .» Τα λόγια του την έκαναν να ανοίξει διάπλατα τα μάτια της.
Ο τρόμος καθρεφτίζονταν μέσα στις κορες των ματιών της . Πήρε μια βαθειά ανάσα . Θα ήταν πλέον γαλήνια μέσα στην αιώνια ζωή .
«Αντε λοιπόν τι περιμένεις . Καντο να ησυχάσουμε και οι δυο .» Η χροιά της Ακουγόταν σαν παράκληση . Ο Αλεξ απόρησε . Είχε φτάσει στο σημείο να θέλει τον θάνατο περισσότερο από την ελευθερία ;
«Δεν ...δεν κπορω να το κάνω αυτό .»
«Γιαπ πιον λόγο ; Μην μου πεις πως έχεις τύψεις ...»
«Όχι ...όχι δεν έχω όμως ...μπροω να σου προσφερω την ελευθερία .»
Η Αριάδνη γέλασε . Με την ψυχή της . Δεν πίστευε τα όσα είχε ακούσει . Πιο παιχνίδι θα έπαιζε μαζί της πάλι ;
«Άφησε με να ησυχάσω πλέον ! Εγώ σε εκ λεοπάρ Ω να με σκοτώσεις . Εάν με αγάπησες έστω για λίγο ελευθέρωσε με από αυτό το μαρτύριο ! Μην παίζεις άλλο μαζί μου !»
«Δεν σε κοροϊδεύω ανόητη ! Προτιμάς να πεθάνεις από το να κερδίσεις την ελευθερία σου ;»
«Περιμένεις να σε πιστέψω ; Για ποιον λόγο να το κάνω αυτό ;»
«Γιατί ξέρω πως με θες ακόμη σαν τρελη .» Με το δάχτυλο του έδειξε το σημείο που η καρδιά της χτυπουσε σαν τρελη .
«Ξέρω πως αυτό εδώ το σημείο χάνει τους κανονικούς του ρυθμούς κάθε φορά που με αντικρύζεις .»
«Δεν....δεν ξέρεις τι λες !»
«Έχω άδικο ; Πεσμένη ου Αριάδνη ,λέω κάτι που δεν ισχύει ;»
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της , δεν υπήρχε νόημα να αρνηθεί .
«Τι θέλεις επιτέλους Αλεξ ;»
«Να γίνεις δίκη μου ! Για πάντα ! Θα μένεις μαζί μου , ελεύθερη στο σπίτι μου .»
«Μου κανείς πλάκα ;»
«Όχι . Σου δίνω την ευκαιρία της ζωής σου .»
«Τι θέλεις για αντάλλαγμα ;»
«Εσένα ! Το κορμί σου και την ψυχή σου ολοκληρωτικά δικά μου . Θα μου ανήκεις , κανεις άλλος δνε θα γνωρίζει για την ύπαρξη σου εκτός από εμένα . Ναι Αριάδνη . Πυτε ο πατέρας σου !»
«Θες να πεις πως ...»
«Ναι θέλω να γίνεις η υποτακτική μου μου .»
«Είσαι τρελός ! Τι λες ;»
«Δέχεσαι ;»
«Δεν ..»
«Πες μου Αριάδνη ! Τώρα !»
«Δέχομαι ...»

Κατάφερα να ανεβάσω τελικά. Με τόσες υποχρεώσεις αυτό το Σαββατοκύριακο πίστευα πως δνε θα κατάφερνα να ολοκληρώσω κεφάλαιο όμως ορίστε το έχετε μπροστά σας .
Είναι ακόμη κια αναδρομή στο παρελθόν . Λίγο βαρετές αυτές το ηερω όμως είναι απαραίτητες για να καταλάβουμε τι συνεβει .
Spoiler alert 🚨: βότκα πορτοκαλί ...

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now