Κεφάλαιο XLVII

970 82 36
                                    

~3χρονια αργότερα

Ρώμη
«Μαμά ,μαμά ! Ξυπνά ! Αντε επιτέλους !»
Η κόρη της είχε σ καράφλα δει πάνω στο διπλό κρεβάτι , με τα λευκά σεντόνια και χοροπηδούσε πάνω κάτω γεμάτη ενέργεια . Για 3χρονων παιδί οι αντοχές της ήταν εκπληκτικές . Έμοιαζε να μην στερεύει ποτε από ενέργεια και όρεξη για παιχνίδι . Ώρες ώρες αναρωτιόταν σε ποιον απο τους δυο τους είχε μοιάσει η μικρή . Σε εκείνη ή μήπως στον συζηγο της ;
Κάθε φορά που το σκεφτόταν κατέληγε σε αδιέξοδο . Δεν είχε μοιάσει σε κανέναν από τους δυο . Η ίδια ήταν χαμηλών τόνων , λάτρευε τις ώρες ηρεμίας της , και αποζητούσε τηβ διασκέδαση στις σελιδες των βιβλίων που καταβρόχθιζε καθημερινά .
Ο Ριτσαρντ ήταν και αυτός ήρεμος , εργατικός και αφοσιωμένος στην κόρη του . Η μικρή Μιρα τον λάτρευε με όλη την σημασία της λέξης . Τα ελάχιστα απογεύματα που περνούσαν μαζί δεν ξεκολουσε πάνω από τον μπαμπάκα της , που δεν της χαλούσε κανένα χατήρι .
Η Αριάδνη έβρισκε τον εαυτό της να ζηλεύει αλλά και να χαιρεται με το ιδαιτερο δέσιμο τους . Ακόμη και εάν ο γάμος της με τον ριτσαρντ δεν την γέμιζε καθόλου και στα αλήθεια κρατιόταν αποκλειστικά από την μικρή τους κόρη ,δεν μπορούσε να αρνηθεί πως τα 3 τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν και τα καλύτερα . Ακόμη και εάν δεν μπορούσε να θυμηθεί το παρελθόν , ακόμη και εάν η μορφή του άντρα που κρυφά και πλασματικά αγαπούσε στοιχιωνε τα όνειρα της .
Άνοιξε τα εκφραστικά ,μοβ της μάτια και τέντωσε ελάχιστα τα λεπτά της χέρια ,προσέχοντας ιδιαίτερα για να μην χτυπήσει την κόρη της , που τώρα είχε πέσει πάνω της και την αγκάλιαζε σφιχτά .
Ένα πλατύ χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της καθώς αντίκρυσε το γλυκό της προσωπάκι και τα δυο μαύρα μάτια που λάτρευε να χαζεύει ,
Η αλήθεια ξταν πως η μικρή έμοιαζε περισσότερο σε εκείνη . Είχε κληρωνομισει τα μακρυά καστανα μαλλιά της , τις ελαφριές της μπούκλες και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της . Εκτός από τα μάτια της . Το μαύρο τους χρωμα δεν ήταν ίδιο με το σπάνιο δικό της ,πυτε το γαλανό του πατέρα της . Αν και σε πολλούς έκανε εντύπωση , η ίδια ένιωθε περιφανη για το ποσο ξεχωριστή ήταν ο μικρός της Άγγελος .

Σηκώνοντας την προσεκτικά ,ανακαθισε πάνω στο πουπουλενιο κρεβάτι τοποθετώντας την κανα στα γόνατα της .
Το δωμάτιο ήταν φωτεινό από τον λαμπρό ήλιο . Τα πάντα είχαν λευκό χρωμα . Το χρωμα της αγνοηταης και της ηρεμιας . Η Αριάδνη πίστευε πως ο ριτσαρντ το είχε επιλέξει για να τους θυμίζει την δίκη τους ηρεμία . Μπορεί να μην τον αγαπούσε όπως μια γυναίκα πρέπει να αγαπάει τον σύντροφο της στη ζωή , όμως ήταν χαρούμενη κοντά του , και ένιωθε ευλογημένη που η κόρη της είχε εναν τόσο καλό πατέρα για να την φροντίζει και να την ανατρέφει σωστά . Έριξε το βλέμμα της προς τον μεγάλο κήπο του σπιτιού τους . Τα φύλλα των δέντρων είχαν αποκτήσει μια μίξη χρυσού και κοκκινωπου χρώματος .
Οι ζεστές καλοκαιρινές μέρες μόλις είχαν φύγει και ο Σεπτέμβρης που είχε πλέον για τα καλά κάνει την εμφάνιση του με τα πρωτοβρόχια και την ευχάριστη δροσιά , έκανε την ρωμη ακόμη πιο μαγευτική , εάν αυτό ήταν δυνατόν . Όσο και να έμενε εκεί ποτε δεν θα μπορούσε να χορτάσει την όμορφη αρχιτεκτονική , τα χρόνια πολιτισμού που κρύβονταν στα διάσπαρτα μνημεία της πόλης , το πνεύμα και την καλοσύνη των ανθρώπων . Λάτρευε αυτή την πόλη γιατί ένιωθε πως αντικατόπτριζε το κενό μέσα της , πως έστω και προσωρινά λειτουργούσε ως το υποκατάστατο που την κρατούσε ολοκληρωμένη , μαζί με την κόρη της .
«Μαμάκα τι κοιτάς;» Η ερώτηση η της μικρής την επανέφερε στην πραγματικότητα ,βγάζοντας κάθε σκέψη από το μυαλό της . Το πρωινό ξύπνημα ήταν δύσκολο , ιδιαίτερα με τα χάπια που έπαιρνε το βράδυ για να κοιμηθεί δίχως να ξυπνάει από τα ενοχλητικά της όνειρα . Γενικώς τα χάπια πολλών ειδών την κρατούσαν ζωντανή . Οι ισχυροί πονοκέφαλοι δεν την είχαν εγκαταλείψει στο ελάχιστο τα τελευταία 3 χρόνια και η καρδιά της ήταν αδύναμη μετά την ριψοκίνδυνη γεννά της .
Μια επιπλοκή στους τελευταίους μήνες την είχε καθηλώσει στο κρεβάτι . Έχανε συνεχώς βάρος κάτι που ανησυχούσε τους γιατρούς και τον ριτσαρντ που δεν έλεγε να φύγει από το πλευρό της . Οι γυναικολόγοι που είχε επισκεφθεί ,έλεγαν συνεχώς πως είτε η ίδια είτε το παιδί δεν θα έβγαιναν ζωντανή από την αίθουσα του τοκετού . Στο τέλος όμως , με την δίκη της ισχυρή θέληση , και ίσως το θαύμα της ζωής τα κατάφεραν και οι δυο τους .
Μόνο το μικρό πρόβλημα στην καρδιά της είχε μείνει για να της θυμίζει εκείνες τις δύσκολες μέρες .
Άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε μερικές τούφες από τα μαλλιά της μικρής . Το χαμόγελο της έγινε πιο πλατύ καθώς την είδε να γελάει .
«Τίποτα ομροφη μου ... τίποτα Άγγελε μου» έσκυψε αφήνοντας ένα φιλί στο μάγουλο της και σηκώθηκε από το κρεβάτι κρατώντας την στην αγκαλιά της , για να κάνει την καθημερινή της ρουτίνα .

Καθώς ετοίμαζε το πρωινό τους , η Μιρα έπαιζε ήρεμη στο τραπέζι της κουζίνας ,ωστόσο κοιτούσε συνεχώς την μητέρα της , κάπως ενοχλημένη .
Αντιλαμβανοντας αυτή την ανησυχία της κόρης της η Αριάδνη άφησε στην μέση την παρασκευη του πρωινού γεύματος και πλησίασε προς το μέρος της .
«Μιρα μου , το συνέβη και και κατσουφιαζεις μικρή μπυ ; Μήπως δνε θες το πρωινό που φτιάχνω και θες κάτι άλλο ;»
«Όχι .»
Η απάντηση της μικρής ήταν σύντομη και ψυχρή . Η γυναίκα προβληματίστηκε καθώς συνέχιζε να την κοιτάζει ανήσυχη .
«Τότε τι σου συνέβη καρδιά μου ; Τι σε έκανε να στεναχωρηθείς ;»
«Εσυ .»
«Εγώ ; Τι έκανα ψυχή μου που σε στεναχώρησε ;»
«Ξέχασες κάτι σημαντικό ...»
«Α ναι ; Και τι ακριβώς είναι αυτό ;»
«Μην κανεις την χαζή , αφού ξέρεις τι είναι σήμερα μαμά !»
Η παραπονιαρικη έκφραση της Μιρας έκανε την Αριάδνη να λιώνει μπροστά της . Της είχε τρελη αδυναμία , και όσο και εάν της θύμωνε για κάποια αταξία , ποτε δεν διαρκούσε πάνω από 10 λεπτά . Μετά όχι μόνο της ζητούσα συγνώμη , αλλά της έκανε οποιοδήποτε χατήρι της ζητούσε για μια εβδομάδα .
Όμως για πρώτη φορά , πραγματικά δεν γνώριζε σε τι αναφερόταν η μικρή της κόρη . Τι να είχε βάλει πάλι στο έξυπνο μυαλουδάκι της ,αναρωτιόνταν καη η ίδια .
«Τι μπορεί να ξέχασα που είναι τόσο σημαντικό Μιρα μου ;»
«Σήμερα είναι τα γενέθλια του μπαμπά ! Και τον άφησες να φύγει χωρίς να του ευχηθείς !»
Ώστε αυτό ήταν που είχε ξεχάσει συλλογιστηκε . Πραγματικά τα γενέθλια του ριτσαρντ πάντα διαγράφονταν από την μνήμη της ,παρα την λαμπρή δεξίωση που παρέθετε κάθε χρόνο σε ένα από τα πιο αριστοκρατικά κέντρα εκδηλώσεων της Ρώμης .
Εκείνος όμως πάντα θυμόταν τα δικά της , και επέστρεφε σπίτι με ένα ακριβό κόσμημα καο ένα μπουκέτο κρίνους , το αγαπημένο της λουλούδι .
Πως μπορούσε να τα είχε ξεχάσει ξανά ;
Μετανιωμένη για το λάθος που είχε πράξει κοίταξε την κόρη της . Μια ιδέα καρφώθηκε στο μυαλό της .
«Δεν του ευχήθηκα γιατί ... θα του ετοιμάσουμε μια έκπληξη !»
«Έκπληξη ;! Αλήθεια ;! Και θα βοηθήσω καο εγώ ;»
«Φυσικά και θα το κανεις μικρή μου . Θα φτιάξουμε στον μπαμπά μια τούρτα για να του δείξουμε ποσο τον αγαπάμε»
Τη απάντησε χαμογελαστά . Τα χεράκια της μικρής τυλίχθηκαν γύρω από τον λαιμο της ενώ μια χαρούμενη κραυγή ξέφυγε από τα χειλάκια της .
«Είσαι η καλύτερη μαμά στον κόσμο !»
Η Αριάδνη γέλασε και την σήκωσε στην αγκαλιά της κατευθυνόμενη προς την κουζίνα .
«Έλα πάμε να βρούμε τα υλικά .»

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now