Κεφάλαιο 16ο

1.5K 102 83
                                    

Τώρα.
Ηρώ,18 ετών.

Στις Σεϋχέλλες ,θα μπορούσα να βρισκόμουν τώρα,αν έβαζα ένα ευρώ σε κουμπαρά, για κάθε φορά που ο Αχιλλέας και ο Μάρκος ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον.

Από το γυμνάσιο, αυτό το βιολί και από ότι φένεται έχουμε πολύ δρόμο ακόμα, για να τα βρουν αυτοί οι δύο.

Όλοι έκαναν τα στραβά μάτια, στις συμπεριφορές του Αχιλλέα και γενικώς της Τριάδας.

Στα ναρκωτικά,στους τραμπουκισμούς,στις μικρές παρανομίες.

Κανείς δε τολμούσε, να τους πάει κόντρα.

Ήταν και εκείνοι όμως, που τους ακολουθούσαν με στραβά μάτια.

Είτε από φόβο ,είτε επειδή τους λάτρευαν σα θεούς και ήθελαν να τους μοιάσουν.

Ο Μάρκος όμως ποτέ.

Ήταν ένας από αυτούς, αν συμπεριλάβεις και εμένα ,που σε κάποιες ελάχιστες αναλαμπές μου πατούσα πόδι,που ούτε τους φοβόταν ούτε τους λάτρευε.

Απλά του έσπαγαν τα νεύρα,ειδικά ο Αχιλλέας με τη συμπεριφορά τους προς εμένα.

Να κρατώ ισορροπίες ανάμεσα τους, ήταν αδύνατον.

Μερικές φορές μου έδιναν την εντύπωση, ότι τραβούσαν κάποιου είδους ευχαρίστηση από αυτές τις κόντρες.

Σα να ήταν ναρκωτικό και να έπρεπε να πάρουν τη δόση τους.

<<Μάρκο, σταμάτα,>> φώναζε η Ξένια, τραβόντας τον από το μπράτσο.

<<Άσε με γιατί,με έχει φτάσει στο αμήν,>>αποτραβήχτηκε προχωρόντας προς το μέρος μας.

Τα παιδιά από την λέσχη είχαν σκορπιστεί στο πλήθος.

Ο Αχιλλέας είχε αφήσει το Φίλιππο και ήρθε και στάθηκε από πίσω μου.

<<Εσύ,>> του φώναξε ο Μάρκος φανερά εκνευρισμένος,κουνόντας το δάχτυλο του.<<Το παρατράβηξες αυτή τη φορά.>>

<<Μάρκο,τι έγινε,που είσασταν τόση ώρα;>>τον ρώτησα.

Ένα γελάκι ακούστηκε από δίπλα μου, από τον Αχιλλέα ,ο οποίος γέμιζε ένα ποτήρι με ποτό.

<<Που είμασταν;Που εί..μα..σταν;>>είπε αυξάνοντας τη φωνή του,<<Θα σου πω που είμασταν.Βγήκα από το σπίτι για να πάρω το αμάξι για να πάω να πάρω τη Ξένια ,και μάντεψε.Κάποιος μου είχε σκάσει τα λάστιχα,>>γύρισε και κοίταξε τον Αχιλλέα με βλέμμα που σκοτώνει

Στάχτες και βροχήWo Geschichten leben. Entdecke jetzt