Κεφάλαιο 36ο

1K 57 43
                                    

Τώρα.
Ηρώ ,18 ετών.

Φίλησα τα χείλη του σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να πνίξω τους λυγμούς.

Η βροχή είχε δυναμώσει.
Εκεί στο δρόμο δεν έλεγε η αγκαλιά μας να λυθεί.
Η βροχή άρχησε να πέφτει με ορμή καθώς όλη μου η ψυχή ζητούσε να τη πάρει μαζί της.

Χωρίς λόγια ,χωρίς ανάσα φύγαμε από το δρόμο.
Τον τράβηξα από το χέρι .
Ανεβαίνοντας το μικρό δρομάκι και έπειτα σκαρφαλώνοντας από τη καγκελενια πόρτα.
Το σπίτι φαινόταν στειχιωμένο.
Χωρίς φώτα .
Χωρίς ζωή
Ο κήπος νεκρός.

Ήταν κλειστό από τότε που φύγαμε με τη μάνα μου.

Έμενε εκεί μόνο του .
Με τα φαντάσματα μιας ευτυχία ψεύτικης, που με τον καιρό χανόταν.

Το κλειδί δε βρισκόταν στο σημείο της κρυψωνας του.

Οι βροντές και οι αστραπές φώτιζαν τον ουρανό.

Ο αέρας λυσσομανούσε.

Μια καλοκαιρινή καταιγίδα θυμωμένη, έριχνε την τιμωρία της.

Τον τράβηξα προς το δενδρόσπιτο.

Για μια νύχτα θα ήταν το καταφύγιό μας.

Η ξύλινη πόρτα έτριξε στο άνοιγμα της.

Μπορεί να πάλιωνε με με το χρόνο,αλλά η αίσθηση που μου προκαλούσε δεν είχε φύγει ποτέ.

Η ζεστασιά και η θαλπωρή που ένιωθα όταν κρυβόμουν εδώ.

Όταν ο πατέρας μου καθόταν τα βράδια μαζί μου και παρατηρούσαμε τα αστέρια από το άνοιγμα στην οροφή μέσα από το τζάμι που είχε βάλει.

Μπορεί να ήταν απλό, αλλά για εμένα ήταν ένα παλάτι.

Μας χωρούσε ίσα ίσα .

Η παλιά μου η κουβέρτα ήταν στρωμένη κάτω.
Το ραφάκι με τα βιβλία.
Δυο τρία λούτρινα και μαξιλάρια.

Τα χείλη μου γεύονταν τα δάκρυα του .
Κυλούσαν από τα μάτια του μια διαδρομή πόνου.

Εγώ απλά ένιωθα οργή.

Όσα μπόρεσε να μου πει μου φαίνονταν ψεύτικα ,σαν όνειρο.

Αλλά δεν έπαυαν να ήταν η αλήθεια .

Όλο αυτά τα χρόνια όλη αυτή η συμπεριφορά του έβγαζε νόημα.
Μπορεί να μην ήταν πάντοτε αυτή η αιτία των αντιδράσεων του.
Αλλά κάπου στη διαδρομή είχε χάσει τον έλεγχο.

Δε το χωρούσε το μυαλό μου ότι μπορούσε να του κάνει κάτι τέτοιο ο πατέρας του.
Έλεγε συνέχεια πως εκείνος έφταιγε.

Στάχτες και βροχήWo Geschichten leben. Entdecke jetzt