Κεφάλαιο 68ο

498 42 1
                                    

Τώρα .
Αχιλλέας ,23 ετών.

Στάχτες.
Βροχή.
Γύρω μου.

Δεν έχω νιώσει ποτέ η ζωή να φεύγει από μέσα μου.
Μέχρι που την είδα με αίματα στη κοιλιά της .
Μέχρι που τα μάτια της με κοίταξαν.
Μέχρι που τα χείλη της είπαν λόγια που δεν ήθελα να καταλάβω.

Μου ζήτησε συγνώμη.

Δε σε συγχωρώ.
Δε πρόκειται.

Όλα καιγόντουσαν γύρω μου.

Δε θυμάμαι πότε πήδηξα από πίσω της στη πισίνα που βρισκόταν κάτω από το μπαλκόνι.

Δεν έβλεπα δεν άκουγα.

Την άρπαξα με όλη μου τη δύναμη να τη βγάλω έξω από το νερό που είχε κοκκινήσει από το αίμα της.

<<Όχι, δε θα με αφήσεις,το υποσχέθηκες.Ψεύτρα,>>ούρλιαζα.

Τη τράβηξα έξω και ο Γαβριήλ με βοήθησε.
Εκεινή έβηξε παίρνοντας μια μικρή ανάσα βγάζοντας νερό.
Έτρεμε .
Η ανάσα της αργή.
Γονάτησα και τη πήρα στα γόνατα μου.
Το χέρι της πάνω στο στομάχι της κουνιόταν αργά.

<<Αχιλλ...Πονάω..Κρυώνω.Δε νιώθω τα πόδια μου..>>έλεγε αχνά καθώς προσπαθούσε να πάρει ανάσα.

<<Ηρέμησε ψυχή μου,μη μιλάς.Κρατήσου,>> την έφερα πιο κοντά μου.

Οι υπόλοιποι ήρθαν δίπλα μου τρέχοντας.

<<ΌΛΙΒ ,>>ουρλιαζε η Ευά.

<<Πάω να φέρω βοήθεια,>>είπε εκεινη.

Ασυνάρτητα όσα συνέβαιναν γύρω μου.

Το κτήριο εσκαγε.
Η φωτιά κόχλαζε.
Τα τζάμια τσήριζαν.
Και ο ουρανός έκλαιγε.

Κραυγές, λυγμοί .

Από πού έρχονται;
Αφού μόνο εσύ και εγώ είμαστε εδώ;

<<ΗΡΩΩ,>>ούρλιαζε ο Μάρκος.
Σα να είδα να έρχεται κατά πάνω μας

<<ΆΣΤΗΝ, >>μην την ακουμπάς του φώναξα όταν τον είδα να κάνει μια κίνηση

Δεν έχω οργή μέσα μου.
Δεν έχω θλίψη.
Δεν έχω τίποτα .
Κενό μόνο.
Η ψυχή μου φεύγει.

<<Αδερφούλα;>>
Ειπε η Σοφία με λυγμούς.

Βήματα και ο Ορφέας ήρθε τρέχοντας με το Φίλιππο.

Φώναζε, έβριζε.

<<ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΕΤΣΙ,>>έλεγε και τράβαγε τα μαλλιά του.

Στάχτες και βροχήDove le storie prendono vita. Scoprilo ora