Κεφάλαιο 62ο

521 46 18
                                    

Τώρα.
Αχιλλέας ,23 ετών

"Η πύλη άνοιξε.
Οι δύο φύλακες έκαναν στην άκρη.
Ένα τύπος γεροδεμένος βγήκε περπατώντας αργά.
Δύο χέρια τον αγκάλιασαν και εκείνος ανταποκρίθηκε σφίγγοντας την αγκαλιά του και ριχντινας τη μικρή τσάντα που είχε στα χέρια του στο πάτωμα.
Η ξανθιά γυναίκα έκλαιγε στον ώμο του.
Το πρόσωπο του μαλάκωσε και το χέρι του χάιδεψε το κεφάλι της.
Τα πρόσωπο τους συναντήθηκαν και τα χείλη τους έσμιξαν σε ένα παθιασμένο φιλί.

Έπαιζα με το καπνό που έβγαινε από το στο στόμα μου,ακουμπόντας πάνω στο αμάξι μου.
Περιμέναμε εδώ και μια ώρα έξω από τη φυλακή για να παραλάβουμε τον Γαβριήλ.

Δεν ήθελε κανέναν άλλον να δει ούτε καν τον παππού του.
Μόνο εμάς.

<<Πίστευα πως θα είχαν μαζευτεί οι θαυμάστριες τους εδώ εξώ με πανό.Μεγαλη απογοητεύση,>>είπε ο Ορφέας από τη πίσω θέση του αμαξιού τρόγωντας ζελεδάκια.
Ήταν φουλ στη μαστούρα.
Δεν μπορούσε να μετριάσεο τη χαρά του όταν έμαθε πως επιτέλους ο αδερφός μας θα επέστρεφε κοντά μας.
Από το πρωί μου είχε σπάσει τα νεύρα.

Η πόρτα έκλεισε.
Γιατί αργούσε έτσι δε μπορούσα να καταλάβω.
Έπρεπε ήδη να είχε βγεί.
Όταν μπήκε μέσα είχα μεγάλη ανησυχία για το τι θα μπορούσε να συμβεί.
Αλλά οι φήμες άρχησαν να έρχονται η μία μετά την άλλη.

Μάχες ,ξυλοδαρμοί,τρία μαχιαράματα.
Με το ένα να στείλει τον αντίπαλο του σχεδόν στον Άδη.
Μια εξέργεση.
Αν δεν έμπαιναν τα μεγάλα μέσα ,δε θα την έβγαζε αργά η γρήγορα καθαρή από εκεί μέσα.
Όσο και να ασκούσε έλεγχο.

<<Πω βαριέμαι.Τι κάνει τόση ώρα;Αν τον περιμένουμε επειδή πηδάει καμία φύλακα ,θα τον σκοτώσω,>>παραληρούσε ο μικρός από πίσω μου,παίζοντας με την υπομονή μου.

Όλος ο χρόνος που έλειπε ο Γαβριήλ ήταν πολύ δύσκολος.
Ο καργιόλης ο Ghost μας είχε ταράξει,γιατί η απουσία του ,του είχε στοιχίσει.
Οι φήμες στη πόλη έδειναν και έπαιρναν για το ότι ήταν δολοφόνος
Ψυχακι όπως ο αδερφός του.
Εκείνος είχε εξαφανιστεί.

Εγώ προσπαθούσα να συγκρατηθώ να τα βάλω όλα σε μια τάξη.
Ο Γαβριήλ ήταν πάντοτε το δεξί μου χέρι.
Αυτό που θα έκοβαν στο λεπτό για εκείνον
Ήταν ο πρώτος μου φίλος όταν ήρθα εδώ.
Οι τρεις μας είμασταν ανίκητοι.
Είχαμε κάνει τα πάντα μαζί.
Ενωμένοι δε μας πείραζε κανένας.
Αλλά μου στοίχιζε το ότι είχε μπει εκεί μέσα.
Και το χειροτε δεν μου έλεγε τι είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα.
Δε πίστευα αυτά που λέγανε ότι σκότωσε τους γονείς του.
Τους λάτρευε.
Κάτι ειχε πάει πολύ στραβά εκείνη τη μέρα.

Στάχτες και βροχήWo Geschichten leben. Entdecke jetzt