Μου έδωσε το κράνος και αφού ανέβηκα, εκείνος άναψε τη μηχανή και ξεκινήσαμε για το σπίτι του.
Στο δρόμο σκέφτηκα όλα όσα έγιναν σήμερα. Στο σπίτι του Σταμάτη και στην πίσω αυλή .Όταν θυμήθηκα τον λόγο για τον οποίο έγιναν όλα αυτά... άρχισα να κλαίω αλλά αθόρυβα για να μην ενοχλήσω τον Σταμάτη. Τζάμπα κόπος! Με είδε από τον καθρέφτη της μηχανής και σταμάτησε στη άκρη του δρόμου κάτω από τη σκιά ενός δέντρου. Μου είπε να κατέβω... και αυτό έκανα. Ύστερα κατέβηκε κι αυτός. Έβγαλε το κράνος του και μετά έβγαλε και το δικό μου.
Σκούπισε τα δάκρυα μου. Αλλά άδικος κόπος! Μόλις τα σκούπισε και τον κοίταξα κατάματα, άρχισα να κλαίω και πάλι. Ούτε κρεμμύδι να ήταν ο άνθρωπος. Μόνο που αυτή τη φορά δεν έκλαιγα αθόρυβα. Εκείνος με πήρε αγκαλιά και εγώ ακούμπησα το κεφάλι μου στο στήθος του, συνεχίζοντας να κλαίω.
Αυτό το τελευταίο είκοσι τετράωρο ήμουν πολύ ευαίσθητη - κάτι που είναι πάρα πολύ σπάνιο για μένα. Κλαψιαρικο έγινα. Α ρε, πάει χάλασα και γω.
Όταν δεν είχα αλλά δάκρυα σταμάτησα να κλαίω πια. Όμως συνέχισα να είμαι στην αγκαλιά του Σταμάτη. Με ηρεμούσε κατά κάποιον τρόπο. Λίγες στιγμές μετά... βγήκα από την αγκαλιά του.
Εκείνος με κοίταξε στα μάτια "Θες να ξεκινήσουμε;" με ρώτησε απαλά. Εγώ του ένευσα καταφατικά. Έτσι μου έδωσε το κράνος και πάλι και μόλις ανέβηκα στην μηχανή ξανά ξεκίνησε.
Μετά από μερικά λεπτά... φτάσαμε στο σπίτι του. Κατεβήκαμε από την μηχανή και μπήκαμε μέσα στο σπίτι.
Πήγαμε πάνω στη ταράτσα και μάζεψε τα ρούχα μου, τα οποία είχε απλώσει και είχαν στεγνώσει, και μου τα έδωσε.
"Δεν το ξερα ότι βάζεις και μπουκάλα, αν είναι να σου δίνω τα ρούχα μου να τα απλώνεις εσυ" αστειεύτηκα. Γελάσαμε και οι δύο. Αν μου λέγανε πριν από δύο μήνες, ότι θα κάνω παρέα (κατά κάποιον τρόπο ) με τον Σταμάτη και ότι θα γελάω μαζί του, θα του έλεγα ότι είναι για δέσιμο. Αλλά ορίστε! Είμαι στη ταράτσα του σπιτιού του μαζί του και γελάμε.
Τραγική ειρωνεία...
Αφού κατεβήκαμε κάτω και ξανακλείδωσε το σπίτι, ανεβήκαμε στη μηχανή του και πήγαμε προς το δικό μου σπίτι.
Στη διαδρομή τον καθοδηγούσα μιας και δεν θυμόταν τον δρόμο.
Όταν έφτασα σπίτι μου η πόρτα ήταν πάλι ξεκλείδωτη. Αλλά αυτή τη φορά ήμουν σίγουρη πως δεν ήταν κλεφτές. Ήταν δύο μαλακισμένα. Ναι καλά καταλάβατε. Η τσουλάρα και το Σκυλί της Κολάσεως. Είπα στον Σταμάτη να περάσει μέσα και αυτό έκανε. Του είπα να μη κάνει θόρυβο και να με ακολουθήσει. Τον οδήγησα μέχρι τον δεύτερο ξενώνα και άνοιξα αθόρυβα λίγο την πόρτα. Αυτό που είδαν τα ματάκια μου ήταν πολύ μα πάρα πολύ σοκαριστικό.
Γειαα❤
Τι κάνετε;;;;;;;;;;
Τελικά είχαμε παρεξηγήσει τον Σταμάτη μας (εσείς βασικά. Εγώ από την αρχή τον συμπάθησα)
Τι να είδαν άραγε η Ιωάννα και ο Σταμάτης; χμμμ....😑
Till next time....
Cya 😘
YOU ARE READING
Girl VS Boys {Book 1}
Teen Fiction~~~~~~~~~~~~ "Μην το παίζεις δύσκολη. Το ξέρω ότι με θες" μου είπε και τότε δεν άντεξα άλλο. Έσκασα στα γέλια. Όλη η τάξη μας κοίταζε πλέον. "Two things. One: δεν το παίζω δύσκολη. Είμαι δύσκολη. Two: Αν σε ήθελα θα έπρεπε μάλλον να πάω κατευθείαν...