Το ιερό του Δία στην Ολυμπία

9 2 0
                                    

Το ιερό του Δία στην Ολυμπία, όχι λιγότερο ξακουστό από της Δωδώνης, ιδρύθηκε σε πανάρχαιους χρόνους. Σ' αυτά τα μέρη μάλιστα, η λατρεία της πρώτης θεϊκής δυναστείας είχε προηγηθεί από τη λατρεία του κυρίαρχου του Ολύμπου. Ο ουρανός και η Γαία είχαν εδώ τους βωμούς τους και την εποχή του Παυσανία έβλεπε κανείς ακόμα στην Ολυμπία τον Γαίο, μια τρύπα απ' όπου έβγαιναν οι χρησμοί, καθώς κι ένα βωμό της Θέμιδας, της θεάς του νόμου. Στην Ολυμπία, ο Κρόνος είχε διαδεχτεί τον εκθρονισμένο πατέρα του, κι ένας ναός του είχε ανεγερθεί πάνω στο λόφο που για πολύ καιρό ακόμα ονομαζόταν Κρόνιον. Τέλος, τη λατρεία του Κρόνου την αντικατέστησε η λατρεία του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πέντε Κουρήτες είχαν οδηγήσει στην Ήλιδα τον νεαρό Θεό που μεγάλωνε κρυφά στην Κρήτη και ο αρχηγός τους ο Ιδαίος Ηρακλής, έδωσε στον κάμπο του Αλφειού το όνομα Ολυμπία και ίδρυσε το μεγάλο βωμό του Δία. Ο ίδιος διοργάνωσε έναν αγώνα μεταξύ μερικών θεών. Ο Απόλλων αναδείχτηκε νικητής του Άρη και του Ερμή και έλαβε για βραβείο της νίκης του ένα στεφάνι από αγριελιά.
Στην Ολυμπία, το λειτούργημα της ερμηνείας των χρησμών του Δία είχε ανατεθεί σε τρεις οικογένειες. Τους Ιαμίδες, τους Κλυτιάδες και τους Τελλιάδες. Οι Ιαμίδες ισχυρίζονταν πως κατάγονταν κατευθείαν από τον Απόλλωνα. Έλεγαν πως μια πρόγονος τους, η Ευάδνη, <<η κόρη με τις μενεξελιές μπούκλες>>, είχε αποπλανηθεί από τον Απόλλωνα. Ο θετός πατέρας της, ο βασιλιάς Αίγυπτος, συμβουλεύτηκε το μαντείο γι' αυτό τον αβάσταχτο πόνο. Ο Πίνδαρος μας αφηγείται σχετικά μ' αυτό τον παρακάτω ποιητικό μύθο:

<<Στο μεταξύ, η Ευάδνη, αφού απόθεσε την κόκκινη ζώνη της και το ασημένιο βάζο, έφερε στον κόσμο, κάτω από ένα ισκιερό σύδενδρο, ένα θεϊκό παιδί. Ο χρυσόμαλλος θεός της έστειλε την Ειλείθυια που γλυκαίνει τους πόνους και τις Μοίρες. Αμέσως το παιδί των σπλάχνων της και των ευλογημένων πόνων της, ο Ίαμος, βγήκε στο φως. Με καρδιά σπαραγμένη το άφησε χάμω αλλά κατά διαταγή των θεών, 2 φίδια με πράσινα μάτια ανάλαβαν να το φυλάγουν και το έθρεψαν με τον εξαίσιο χυμό της μέλισσας. Μα ο βασιλιάς που είχε γυρίσει από το μαντείο, ρωτούσε όλους στο σπίτι για το παιδί που έπρεπε να είχε φέρει στον κόσμο η Ευάδνη: γιατί έλεγε πως ο πατέρας του ήταν ο Φοίβος και πως θα γινόταν για τους κατοίκους της γης ο περιφημότερος μάντης μεταξύ των θνητών και πως ποτέ δε θα έσβηνε η γενιά του. Αυτά έλεγε και οι άλλοι ορκίστηκαν πως τίποτα δεν είχαν ακούσει ούτε δει, αν και το παιδί είχε γεννηθεί πριν από πέντε χρόνια. Κι' αυτό, επειδή ήταν κρυμμένο ανάμεσα στα σχοινάρια και σε πυκνούς αγκαθωτούς θάμνους και το λεπτό κορμάκι του λουζόταν από τις χρυσές και μενεξελιές ανταύγειες των ίων, σε ανάμνηση για τη δήλωση της μητέρας του πως θα ονομαζόταν πάντα μ' αυτό το όνομα (Ίαμος, το παιδί των ίων, των μενεξέδων). Σαν έδρεψε ο Ίαμος τον καρπό της γλυκιάς χρυσοστεφανωμένης νιότης, κατέβηκε στην κοίτη του Αλφειού και κάλεσε τον ισχυρό πρόγονο του Ποσειδώνα και τον τοξότη που φυλάει το νησί Δήλο, στερεωμένο από τους θεούς και τους ζήτησε για το μέτωπο του ένα στολίδι που να το σέβονται οι λαοί. Ήταν κάτω από τον νυχτερινό ουρανό. Και να, η αληθινή φωνή του πατέρα του του αποκρίθηκε και είπε: <<Σήκω γιε μου, ακολούθησε τη φωνή μου και έλα εδώ σ' αυτό τον τόπο που θα μαζεύεται ολόκληρος ο κόσμος>>. Φτάσανε στον απόκρημνο βράχο του Κρόνιου. Εκεί ο θεός του χάρισε ένα διπλό δώρο: τη μαντική και να ακούει τη φωνή του που ποτέ δεν ψεύδεται. Επίσης του έδωσε εντολή, όταν θα ερχόταν ο ανδρείος Ηρακλής, ο σεπτός γόνος των Αλκιδών -για να ιδρύσει το πανηγύρι, σ' αυτό που συνωστίζονται οι θνητοί καθώς και τους πιο ξακουστούς αγώνες- να ιδρύσει κι αυτός ακόμα ένα μαντείο στον πιο ψηλό βωμό του Δία. Από τον Ίαμο κατάγεται το γένος των Ιαμιδών, φημισμένο σε όλη την Ελλάδα και ευλογημένο από τους θεούς>>.
Οι Κλυτιάδες που ισχυρίζονταν πως ήταν κλάδος της οικογένειας των Ιαμιδών, κατάγονταν σύμφωνα με την παράδοση από τον ξακουστό ήρωα και μάντη Αμφιάραο. Όσο για τους Τελλιάδες δεν είναι γνωστή η καταγωγή τους. Ένας απ' αυτούς, ο Ηγισίστρατος, που είχε φυλακιστεί και καταδικαστεί σε θάνατο από τους Λακεδαιμονίους, έκοψε ο ίδιος το πόδι του που ήταν δεμένο με την αλυσίδα, τρύπησε τον τοίχο της φυλακής του και ταξιδεύοντας μονάχα νύχτα, έφτασε στην Τεγέα. Εκεί έβαλε και του έφτιαξαν ένα ξύλινο πόδι, και για να εκδικηθεί τους Λακεδαιμονίους, προσχώρησε στους Πέρσες και συμμερίστηκε την τύχη τους στις Πλαταιές. Πιάστηκε για δεύτερη φορά από τους Λακεδαιμονίους και θανατώθηκε.
Αυτές οι τρεις οικογένειες είχαν κληρονομικά το προνόμιο να ερμηνεύουν στην Ολυμπία τους χρησμούς του Δία. Η ερμηνεία γινόταν με πολλούς και διάφορους τρόπους αλλά κυρίως με την εξέταση των σπλάχνων και την προσεχτική παρατήρηση της φλόγας που έβγαζε η πυρά των θυσιών. Οι θυσίες εκτελούνταν πάνω σ' ένα βωμό που είχε σχηματιστεί από τη στάχτη των προηγούμενων θυσιών. Αυτές τις στάχτες τις ανακάτευαν με νερό του Αλφειού, ύστερα τις μετάφερναν στο Πρυτανείο και από εκεί τις ξανάφερναν κάθε χρόνο, μια ορισμένη ημερομηνία στο βωμό του Δία. Ο Παυσανίας μας λέει πως στην εποχή του αυτός ο βωμός είχε 125 πόδια περιφέρεια και 22 πόδια ύψος. Οι ιερείς του Ολύμπιου Δία έπρεπε να χρησιμοποιούν για τις θυσίες τους μονάχα ξύλο λεύκας, σε ανάμνηση του Ηρακλή. Τότε που είχε φέρει ο Ηρακλής από τον Άδη τον Κέρβερο δεμένο, ήταν στεφανωμένος με ένα κλαδί λεύκας κομμένο από τον ίδιο στον Άδη γιατί μόνο αυτό το δέντρο με την ωχρή φυλλωσιά φύτρωνε στο βασίλειο των νεκρών.
Οι ιερείς του Δία στην Ολυμπία έδιναν επίσης χρησμούς από τα τομάρια των θυσιασμένων ζώων που τα εξέταζαν και τα τεμάχιζαν με ειδική μέθοδο. Ο Παυσανίας πάλι, αναφέρει πως δεν υπήρχαν πια μύγες στην Ολυμπία, από τότε που ο Ηρακλής πρόσφερε θυσία στον Δία απόμυιον (Μυγοδιώχτη).
Η Ολυμπία ήταν ξακουστή όχι μονάχα για το ιερό του Δία, αλλά και για τους αγώνες που τελούσαν εκεί κάθε τέσσερα χρόνια. Η παράδοση αποδίδει την ίδρυση τους στον Ηρακλή. Νικητής του Αυγεία, βασιλιά της Ήλιδας, ίδρυσε αγώνες με τα λάφυρα των νικημένων προς τιμή του πατέρα του. Χάραξε τον περίβολο της Άλτεως, που στο εσωτερικό της θα γίνονταν οι αγώνες και η κάθε πλευρά του είχε εξακόσιες φορές το μάκρος του ποδιού του ήρωα. Ο Ηρακλής πήγε στη χώρα των Υπερβορείων, απ' όπου έφερε την αγριελιά, που ο ίσκιος της θα προστάτευε την Άλτι από τον καφτερό ήλιο και τα κλωνιά της θα χρησίμευαν για να πλέκονται στεφάνια για τους νικητές. Ο θεϊκός ήρωας πήρε και ο ίδιος μέρος στους αγώνες που είχε διοργανώσει. Η παράδοση αναφέρει πως αγωνίστηκε με κάποιον Λέπρεο ποιος θα φάει περισσότερο. Ο καθένας τους έπρεπε να σκοτώσει και να φάει ένα βόδι. Ο Ηρακλής νίκησε τον αντίπαλο του, που φρενιασμένος για την ήττα του τον προκάλεσε σε μονομαχία κι έχασε τη ζωή του.
Ό,τι κι αν λέγεται για τη μυθολογική καταγωγή των ολυμπιακών αγώνων, είναι γνωστό πως η ίδρυση τους ανάγεται στο 776 π.Χ. και πως από τότε επικράτησε η συνήθεια να χρονολογούν κατά ολυμπιάδες, δηλαδή κατά τετραετία.
Ο ναός του Δία στην Ολυμπία ήταν ένας από τους περιφημότερους σε όλη την Ελλάδα και από τον πέμπτο π.Χ. αιώνα στέγαζε ένα από τα εφτά θαύματα του κόσμου: το άγαλμα του Δία, έργο του Φειδία. Ο μεγαλοφυής γλύπτης έφτιαξε αυτό το αριστούργημα από το 451-448 π.Χ. με τη βοήθεια του συγγενή του Πάναινου και του μαθητή του Κολώτη. Ο Πάναινος είχε χαράξει τα λουλούδια που στόλιζαν το ένδυμα του θεού και ο Κολώτης είχε λαξέψει τις λεπτομέρειες. Αλλά το σύνολο ήταν αναμφισβήτητα έργο του Φειδία, και με όλο του το δίκιο είχε χαράξει στα πόδια του Δία: <<Είμαι έργο του Φειδία, γιου του Χαρμίδη, πολίτη Αθηναίου>>.
Το άγαλμα είχε συνολικό ύψος δεκατρία μέτρα και ο Παυσανίας λέει πως αν ο θεός σηκωνόταν από το θρόνο του, θα τρυπούσε με το κεφάλι του τη στέγη του ναού. Το βάθρο του, 9,50 μέτα ύψος επί 6,50 φάρδος, παρουσίαζε ένα σύνολο από υπέροχα ανάγλυφα και εικονογραφίες. Οι κυριότερες από τις παραστάσεις αυτές πάνω στο βάθρο, ήταν ο Ήλιος πάνω στο άρμα του, ο Ζευς και η Χάρις, η Ήρα, ο Ερμής και η Εστία, ο Έρως να υποδέχεται την αναδυόμενη Αφροδίτη, η Αθηνά και ο Ηρακλής, η Αμφιτρίτη και ο Ποσειδών.
Ο θρόνος του Δία ήταν κι αυτός διακοσμημένος με άφθονες παραστάσεις, φιλοτεχνημένες από χρυσό, πολύτιμα πετράδια, ελεφαντόδοντο, έβενο και χαλκό. Το κάθισμα στηριζόταν πάνω σε τέσσερα πόδια, ενισχυμένα εσωτερικά με τέσσερεις μικρούς στύλους. Τα πόδια του θρόνου συνδέονταν μεταξύ τους με τραβέσρες. Τα μπράτσα στηρίζονταν πάνω σε ορθοστάτες, που η πρόσοψη τους ήταν διακοσμημένη με ζωγραφικές παραστάσεις της αρπαγής νεαρών Θηβαίων από Σφίγγες και του φόνου των Νιοβιδών από τον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα. Πολυάριθμες γλυφές διακοσμούσαν τα μέρη που συνδέανε τους ορθοστάτες του θρόνου. Στην κάθε πλευρά υπήρχαν τέσσερα ανάγλυφα, που στο σύνολο τους παράσταιναν τα οχτώ είδη αγώνες που συνηθίζονταν στην Ολυμπία από την αρχαιότατη εποχή. Τριάντα ανάγλυφες παραστάσεις στόλιζαν αυτά τα συνδετικά μέρη: ανάμεσα σε άλλα, οι άθλοι του Ηρακλή και του Θησέα. Η ράχη του θρόνου τέλειωνε σε αέτωμα, που στις δύο άκρες του έβλεπες από τη μία τις Χάριτες κι από την άλλη τις Ώρες. Ο Ζευς φορούσε πέδιλα και ακουμπούσε τα πόδια του πάνω σε ένα σκαμνί με ανάγλυφα χρυσά λιοντάρια.
Ο Ζευς καθισμένος στο θρόνο του, στήριζε το αριστερό του χέρι σε ένα σκήπτρο με τον αετό στην κορυφή. Στο δεξί του χέρι κρατούσε μια χρυσελεφάντινη Νίκη, γυρισμένη προς το μέρος του. Όσα μέρη του κορμιού του φαίνονταν, το πρόσωπο, τα μπράτσα και τα πόδια, ήταν από ελεφαντόδοντο. Ένας χρυσός μανδύας έπεφτε ως τον αστράγαλο του και αναδιπλωνόταν με μια φαρδιά πτυχή πάνω στον αριστερό του ώμο, αφήνοντας ξεσκέπαστο τον δεξί ώμο. Ο μανδύας ήταν διακοσμημένος με πολυάριθμες παραστάσεις ζώων και λουλουδιών.
Ο Φειδίας είχε συγκεντρώσει όλη του την τέχνη για να δώσει στο πρόσωπο του Δία την έκφραση του μεγαλείου, που ταίριαζε στον κυρίαρχο του Ολύμπου. Έλεγαν πως είχε εμπνευστεί από τούτους τους στίχους του Ομήρου: <<Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, ο γιος του Κρόνου σούφρωσε τα μαύρα του φρύδια, τα μαλλιά του αναδεύτηκαν πάνω στο αθάνατο κεφάλι του και σείστηκε ο μέγας Όλυμπος>>. Είναι μάλλον απίθανο πως ο καλλιτέχνης θέλησε να παρουσιάσει το θεό με τόσο αυστηρή όψη. Με το μεγάλο κεφάλι του, τα πυκνά γένια και τα μακριά μαλλιά του στεφανωμένα με φύλλα ελιάς, ο Ζευς της Ολυμπίας <<τραβούσε και συγκρατούσε την προσοχή με μια συλλογισμένη έκφραση γαλήνιας μεγαλοπρέπειας, μιας δύναμης ήρεμης και βέβαιης για τον εαυτό της>>.
Ένα ανέκδοτο λέει πως ο Φειδίας, θέλοντας να ξέρει τη γνώμη του λαού για το έργο του, άφησε ορθάνοιχτες τις πύλες του ναού για να μπει ελεύθερα ο κόσμος. Ο καλλιτέχνης, κρυμμένος σε μια γωνιά, άκουγε τι λεγόταν γύρω στο άγαλμα και σημείωνε προσεκτικά τα σχόλια. Ύστερα έκανε στο έργο του τις διορθώσεις που του φαίνονταν σωστές. Διηγούνται ακόμα πως ο Φειδίας, αφού τελείωσε το αριστούργημα του, μπήκε στο ναό μια τελευταία φορά. Πρόσωπο με πρόσωπο με το άγαλμα, σήκωσε τα χέρια του στον Δία και του ζήτησε να του μαρτυρήσει με ένα σημάδι, αν ήταν ευχαριστημένος από την εργασία του. Από τον ασυννέφιαστο ουρανό μια αστραπή διαπέρασε τη στέγη του ναού. Μια μαύρη κηλίδα πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο του ναού, έδειχνε, λέγανε το μέρος που είχε πέσει ο κεραυνός και πάνω εκεί είχαν τοποθετήσει μια υδρία.
Το έργο του Φειδία είχε τόσο μεγάλη φήμη στην αρχαιότητα, που ο Επίκτητος έλεγε: <<Πηγαίνετε στην Ολυμπία να δείτε τον Δία του Φειδία, είναι κρίμα να πεθάνει κανείς δίχως να τον έχει δει>>.
Σε ένα νόμισμα της Ήλιδας υπάρχει η παράσταση του Δία του Φειδία, αλλά προφίλ. Μερικοί θεωρούν πως διάφορα αρχαία μαρμάρινα έργα, ειδικά η προτομή που βρέθηκε στο Οτρικόλι, είναι αντίγραφο της κεφαλής του Δία της Ολυμπίας. Αλλά τίποτα δεν δικαιολογεί το βάσιμο αυτού του ισχυρισμού.

Ελληνική ΜυθολογίαHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin